Η προταθείσα από την κυβερνητική πλειοψηφία αναθεώρηση, γενικά, χαρακτηρίζεται ως μια απόπειρα θεσμοθέτησης της υπεροχής των κριτηρίων της αγοράς έναντι των κοινωνικών, μείωσης των δυνατοτήτων της διοικητικής δικαιοσύνης –και ιδιαίτερα του ενοχλητικού Συμβουλίου της Επικρατείας- να ελέγχουν την συνταγματικότητα των νόμων, περιορισμού του δημόσιου χαρακτήρα αγαθών όπως η παιδεία, μείωσης του εύρους της προστασίας των δασών.
Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Με την αναθεώρηση των άρθρων 24 και 117 παρ. 3 επιχειρείται:
α. ο διαχωρισμός δασών και δασικών εκτάσεων, ώστε εύκολα οι δεύτερες, οι οποίες κυρίως δάση ανθρωπογενώς υποβαθμισμένα να μπορούν να παραδίδονται σε άλλες χρήσεις, ιδίως στην οικοδόμηση.
β. Η νομιμοποίηση όλων των καταπατήσεων μέχρι το 1978 (οπότε έγινε η πρώτη μεταχουντική καταγραφή της βλάστησης στην χώρα μας), με την θέσπιση του 1975 ως έτους αναφοράς. γ. η δυνατότητα χρήσης των δασών για πολεοδομικούς σκοπούς που θα θέσει στο στόχαστρο κάθε πολύτιμο περιαστικό δάσος.
Στο χώρο της παιδείας επιδιώκεται να επιτραπούν «μη κερδοσκοπικά» ανώτατα ιδρύματα, στην πραγματικότητα ανοίγει ο δρόμος για την εμπορία πτυχίων.
Η ελαστικοποίηση της εργασίας και ειδικότερα ο περιορισμός της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, κυρίου θεμελίου της λειτουργικής ανεξαρτησίας τους επιδιώκονται επίσης.
Είναι σαφές ότι η αναθεώρηση είναι σε λάθος δρόμο συνολικά.
Η αντίδραση των συλλογικών φορέων της κοινωνίας οφείλει να ενταθεί με στόχο αν όχι τη συνολική αποτροπή της τουλάχιστον την αποτροπή των πιο επικίνδυνων για τα δημόσια αγαθά και την λειτουργία των θεσμών προτάσεων.