Το κλίμα της Γης χειροτερεύει, η βιοποικιλότητα μειώνεται, η ερημοποίηση επεκτείνεται, με συνέπειες που δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν. Γενετικά μεταλλαγμένοι οργανισμοί βγαίνουν από τα εργαστήρια των πολυεθνικών, αυξάνοντας την εξάρτηση των παραγωγών και των καταναλωτών από αυτές και ταυτόχρονα δημιουργούν μια κατάσταση ίσως πιο επικίνδυνη από οποιαδήποτε μορφή χημικής ή ραδιενεργής ρύπανσης, καθώς η βιολογική αυτή ρύπανση μπαίνει στην καρδιά του κύκλου της ζωής και αναπαράγεται μέσα απ’ αυτόν. Την ίδια στιγμή που στον κόσμο μας αυξάνεται η αλλοτρίωση και η έλλειψη επικοινωνίας, σ’ ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη η φτώχεια εξαπλώνεται, όπως και ο υποσιτισμός και η πείνα. Τα εξοπλιστικά προγράμματα και οι πόλεμοι, παρά το τέλος του ανταγωνισμού των υπερδυνάμεων, αναπτύσσονται κατατρώγοντας τους πόρους του πλανήτη, φυσικούς και οικονομικούς.
Η παγκοσμιοποίηση επελαύνει, απαιτώντας διακίνηση προϊόντων και κεφαλαίων, διάλυση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, μεγαλύτερη εκμετάλλευση και ανεργία ή «ευέλικτες» μορφές απασχόλησης (ημιαπασχόληση).
Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αποκτούν ευρεία κοινωνική και πολιτική βάση, χάρη και στην ενίσχυσή τους από την εξουσία της τηλεόρασης ενώ τείνουν να γίνουν και επίσημη κυβερνητική πολιτική χωρών της Δύσης.
Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, η μεγέθυνση της οικονομίας αδυνατεί να συγκαλύψει την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και την αποσύνθεση της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Η ίδια η οικονομία εξακολουθεί να μετριέται με δείκτες που αδυνατούν να περιγράψουν τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του μοντέλου, την πραγματική ευημερία της κοινωνίας, την ποιότητα της ζωής και τις επιπτώσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων στους φυσικούς πόρους, το οικοσύστημα και την υγεία.
Η μεγάλη πλειοψηφία του λαού αποξενώνεται όλο και περισσότερο από τα μεγάλα κέντρα λήψης αποφάσεων. Η αποπληροφόρηση και εικονική πραγματικότητα, χειραγώγηση της κοινωνικής συνείδησης και τηλεοπτική «δημοκρατία», παθητικότητα και ανούσια πολιτική αντιπαράθεση, απαξίωση της πολιτικής, αλλά και ακροδεξιά δημαγωγία, καταναλωτισμός και ανισότητες κυριαρχούν στη ζωή μας.
Το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής περιφέρειας εγκαταλείπεται στην τύχη του, περιθωριοποιείται, χωρίς να ενισχύεται με σημαντικές πρωτοβουλίες για ένα εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης.
Στις μεγάλες πόλεις συμβαδίζουν παράλληλα η ρύπανση, το κυκλοφοριακό χάος και οι πιέσεις στους χαρακτηρισμένους ελεύθερους χώρους και την περιαστική φύση.
Οι παράλογες εξοπλιστικές δαπάνες, η επικείμενη εξάντληση των κοινοτικών «πακέτων στήριξης» και το δημόσιο χρέος, που ξεπερνάει το Α.Ε.Π. ενός έτους, συνθέτουν ένα προβληματικό τοπίο.
Είναι σαφές ότι η οικολογική κρίση δεν περιορίζεται πια στο περιβάλλον αλλά διαβρώνει τον κοινωνικό ιστό και τις προοπτικές της οικονομίας, δημιουργώντας ένα συνολικότερο έλλειμμα βιωσιμότητας για τη χώρα μας.
Στις συνθήκες αυτές, οι όποιες οικολογικές αντιστάσεις στις πολιτικές για τους φυσικούς πόρους, για τη διαχείριση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, πρέπει να συναντηθούν και να ανοίξουν ένα γόνιμο διάλογο. Είναι ανάγκη να ανακαλύψουν και να διατυπώσουν τις κοινές αξίες που τις συνδέουν αλλά και την πολιτική διάσταση του λόγου τους.
Η πολιτική οικολογία είναι μια σύγχρονη πολιτική αντίληψη, απαραίτητη για την αξιοπρεπή και ποιοτική διαβίωση του ανθρώπου και την υγεία της φύσης σήμερα και στο μέλλον. Σε όλους τους τομείς, η οικολογική πολιτική αντίληψη μπορεί να δώσει τις λύσεις που το οικονομικό κατεστημένο δεν μπορεί.
Η οικολογία πρέπει να περάσει στην πολιτική σκηνή, όχι σαν ειδικός «τομέας» δημόσιας δράσης αλλά ως συνολική ριζοσπαστική οπτική της κοινωνίας.
Η πολιτική οικολογία μπορεί να συμπληρώσει και να στηρίξει τις προσπάθειες που γίνονται από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, από τους πολιτικούς Οργανισμούς, από τις κινήσεις πολιτών και τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, στην κατεύθυνση της αυτοδιαχείρισης και της αυτοδιοίκησης των τοπικών κοινωνιών με στόχο την ισορροπημένη ανάπτυξη και της ποιότητας ζωής στην ελληνική περιφέρεια.