Η αντιπυρική περίοδος του φετινού καλοκαιριού υπήρξε μια από εκείνες που συμβαίνουν κάθε 7-10 χρόνια και που καταγράφονται στη συλλογική μνήμη ως τραγικές.
Παρότι δεν θρηνήσαμε θύματα, η απώλεια δασικής έκτασης που υπερβαίνει το 1,5 εκατομμύριο στρέμματα και πάνω από 800 κατοικιών, οφείλει να λειτουργήσει ως καμπάνα, για να δούμε ως οργανωμένο κράτος τι δεν πήγε καλά και πού πρέπει να επικεντρώσουμε, για να μετατρέψουμε την οδυνηρή εμπειρία των απωλειών δασών σε θεμέλιο μιας, ολοφάνερα αναγκαίας πια, νέας πολιτικής διαχείρισης και υπεράσπισης των δασών μας από την πυρκαγιά.
Είναι φανερό ότι η τοποθέτηση της χώρας σε μια από τις καλύτερες θέσεις στον κόσμο σε ό,τι αφορά στον εξοπλισμό δασοπυρόσβεσης (ποσοτικά τουλάχιστον), τόσο σε ό,τι αφορά στα εναέρια όσο και σε ό,τι αφορά στα επίγεια μέσα, και παρά ταύτα αδυναμία αναχαίτισης πυρκαγιών, που κινούνται από τη δυτική ακτή της Εύβοιας στην ανατολική επί 4 ή 5 ημέρες και δεν ανακόπτονται, σημαίνει ότι πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στη ΜΕΘΟΔΟ και την ΟΡΓΑΝΩΣΗ.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ανάμεσα σε αυτά που πρέπει να αλλάξουν, την ενίσχυση της έγκαιρης ειδοποίησης με τεχνικά σύγχρονα μέσα, αλλά και ανθρώπινη επιτήρηση, την ανάγκη μικρότερης εξάρτησης από την αεροπυρόσβεση, που βοηθάει πολύ, αλλά δεν ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ τη φωτιά, με αντίστοιχη ενίσχυση της σημασίας της επίγειας ευέλικτης επέμβασης μέρα ΚΑΙ νύκτα, της επαναφοράς μεθόδων, όπως το μελετημένο αντίπυρ, της ενίσχυσης της γνώσης των επίγειων δυνάμεων σε ό,τι αφορά στο δασικό και μη δασικό έδαφος της περιοχής ευθύνης τους.
Η εξαγγελία για σώμα ειδικών δασοπυροσβεστών, που θα ασχολείται και με την πρόληψη το χειμώνα, κινείται προς την ορθή κατεύθυνση.
Αλλά η ΟΛΗ πολιτική ΠΡΟΛΗΨΗΣ, έγκαιρης ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ και ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ των πυρκαγιών πρέπει να εξετασθεί διεξοδικά και να αλλάξει ουσιαστικά, διότι διαχρονικά έχει αποτύχει.
Επιπλέον: απόλυτη προτεραιότητα στην ΦΥΣΙΚΗ αναγέννηση, μετά τη φωτιά.
Διαφορετικά το φετινό καλοκαίρι θα φαντάζει «καλούτσικο» μπροστά σε όσα μας περιμένουν, με την επιδείνωση της κλιματικής κρίσης.
Τι πρέπει να γίνει μετά τις πυρκαγιές
ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΘ ΣΥΝΟΨΙΖΕΙ ΒΗΜΑ-ΒΗΜΑ ΤΙΣ ΔΡΑΣΕΙΣ
Άμεσα μέτρα και παρεμβάσεις, που πρέπει να υλοποιηθούν μετά τις πυρκαγιές, μέσα στον Σεπτέμβριο και τους προσεχείς μήνες, συνιστά το τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ. Σε άρθρο-παρέμβαση η πρόεδρος του τμήματος, καθηγήτρια του ΑΠΘ, Θέκλα Τσιτσώνη, ιεραρχεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τις επείγουσες ενέργειες, που πρέπει να ξεκινήσουν τις ερχόμενες ημέρες και τα έργα αποκατάστασης των καμένων δασών που προτείνει το τμήμα Δασολογίας και Φ.Π. του ΑΠΘ.
Το φετινό καλοκαίρι βιβλική καταστροφή έπληξε τη χώρα μας, δημιουργώντας σε όλους και όλες ιδιαίτερη οδύνη. Εκδηλώθηκαν πολλές – και σε διαφορετικές περιοχές – πυρκαγιές ιδιαίτερα καταστροφικές, ανεξέλεγκτες, μεγάλης διάρκειας και έντασης και σε περιόδους καύσωνα. Η χώρα μας βρέθηκε σε πύρινο κλοιό, εκατοντάδες κάτοικοι χρειάστηκε να μετακινηθούν σε ασφαλές μέρος και ευτυχώς μέχρι τώρα δεν υπήρξαν ανθρώπινες απώλειες.
Η καταστροφή όμως χιλιάδων στρεμμάτων δασών και δασικών εκτάσεων δημιουργεί τεράστιες απώλειες στη βιοποικιλότητα. Ζώα, πουλιά, έντομα, ερπετά καίγονται ζωντανά, διότι δεν έχουν περιθώριο μετακίνησης και κανείς δεν οργανώνει εκκένωση για αυτά, ώστε να σωθούν. Επιπλέον, κάποια, που ενδεχομένως θα σωθούν, θα αντιμετωπίσουν σύντομα το φάσμα της πείνας και της έλλειψης καταφυγίων. Η τροφική τους αλυσίδα έχει καταστραφεί και θα πάρει πολλά χρόνια για να επανέλθει.
Φυτά σπάνια ή και πιο κοινά που απαιτούν συγκεκριμένο περιβάλλον για να αυξηθούν δεν μπορούν πια να επιβιώσουν και εξαφανίζονται. Η Ελλάδα, χώρα της βιοποικιλότητας, έχει χάσει, και ίσως οριστικά, κάτι ακόμη. Αυτό το γεγονός αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα, όταν καίγονται προστατευόμενες περιοχές, ανεκτίμητης οικολογικής και περιβαλλοντικής αξίας και ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς.
Η Ελλάδα ως μεσογειακή χώρα πλήττεται από αρχαιοτάτων χρόνων από πυρκαγιές, οι οποίες αποτελούν μέρος των φυσικών διεργασιών των οικοσυστημάτων της. Η συχνότητα όμως και η έκταση των πυρκαγιών, που συνεχώς αυξάνονται, δημιουργούν τεράστια προβλήματα, που θα επηρεάσουν την οικολογική ισορροπία της χώρας μας κάνοντας σύντομα αισθητή την αλλαγή του κλίματος. Τα κύματα καύσωνα και οι περίοδοι ξηρασίας, που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή σε συνδυασμό με τις αλλαγές στη χρήση γης, την εγκατάλειψη της υπαίθρου και την έλλειψη διαχείρισης των δασικών εκτάσεων, έχουν καταστήσει τα δάση πιο εύφλεκτα, οδηγώντας σε όλο και μεγαλύτερες και πιο ανεξέλεγκτες πυρκαγιές, που φτάνουν και καταστρέφουν παρακείμενους οικισμούς και χωριά.
Δημιουργείται έτσι με τις πυρκαγιές ένας «φαύλος κύκλος», καθώς τα δάση είναι τεράστιες αποθηκευτικές δεξαμενές άνθρακα και, όταν καίγονται, μεγάλες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα. Με τις πυρκαγιές προβλέπεται πως η ατμοσφαιρική ρύπανση θα αυξηθεί κατά 15 έως 20 % με ρύπους, που θα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την ανθρώπινη υγεία. Οι ρύποι, όπως το διοξείδιο του άνθρακα, δεν θα απορροφώνται, ούτε θα «φιλτράρονται» και έτσι οι συνθήκες θα αλλάξουν, η θερμοκρασία θα αυξηθεί και το φαινόμενο του θερμοκηπίου θα γίνει πιο έντονο.
Υπάρχει τρόπος να σταματήσουν οι Πυρκαγιές;
Υπάρχει τρόπος να σταματήσουν οι Πυρκαγιές; Όχι, αλλά θα πρέπει να γίνει προσπάθεια να περιοριστεί το φαινόμενο με την εμπλοκή ολόκληρης της κοινωνίας. Εάν η ευαισθητοποίηση των πολιτών είναι το ένα ζητούμενο, το άλλο είναι η αλλαγή στρατηγικής από την πολιτεία. Η πρόληψη επιτέλους πρέπει να γίνει πράξη.
Η ανασυγκρότηση των δασικών υπηρεσιών είναι ουσιαστικό προαπαιτούμενο για την πρόληψη των πυρκαγιών και την αειφορική διαχείριση των δασών. Τμήμα των κονδυλίων που διατίθενται στην καταστολή των πυρκαγιών και στην αποκατάσταση των ζημιών μπορούν να στελεχώσουν πλήρως τις δασικές υπηρεσίες και να συμβάλουν σημαντικά στην πρόληψη.
Η πυρκαγιά, όταν σβήνει, συχνά ξεχνιέται, αλλά τα προβλήματά της μένουν πίσω για πολλά χρόνια. Μετά την πυρκαγιά πρέπει να οργανωθούν μέτρα αποκατάστασης. Συχνά εκείνα που οργανώνονται αφορούν μόνο στην αντιπλημμυρική δράση. Σπανίως υπάρχουν μέτρα στήριξης της βιοποικιλότητας και της σταδιακής επαναφοράς της. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ειδικά για τα σπάνια φυτά δεν υπάρχουν βοτανικοί κήποι που να τα προστατεύουν, ex situ, ούτε στις προστατευόμενες περιοχές, ώστε να μπορούν να αναπαραχθούν και να χρησιμοποιηθούν στην αποκατάσταση του οικοσυστήματος. Ο δασικός πλούτος της χώρας, που ήταν ήδη σε απειλούμενη κατάσταση λόγω των καταπατήσεων, έχει μειωθεί κατά μεγάλο ποσοστό και από τις πυρκαγιές. Πρέπει άμεσα να οργανωθεί μακροπρόθεσμο σχέδιο αντιπυρικής προστασίας αλλά και προστασίας της βιοποικιλότητας.
Το Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος προτείνει σειρά μέτρων, ιεραρχημένων χρονικά, πιστεύοντας ότι αυτά μπορούν:
- Να συμβάλουν αποτελεσματικά στην έγκαιρη αποκατάσταση των καμένων δασών, και στην αποτροπή καταστροφικών διαβρωτικών φαινομένων και επικίνδυνων πλημμυρικών φαινομένων.
- Να δράσουν προληπτικά κατά των δασικών πυρκαγιών και υπέρ της πυροπροστασίας ζωών και περιουσιών.
Άμεσα μέτρα αποκατάστασης των καμένων δασικών εκτάσεων. Άμεση κήρυξη των καμένων δασικών εκτάσεων ως αναδασωτέων (σύμφωνα με το άρθρο 117 του Συντάγματος), και απαγόρευση της βοσκής για 5 έτη.
Άμεση αποτύπωση, χαρτογράφηση και περιγραφή των καμένων εκτάσεων, η οποία για τις δασικές εκτάσεις θα πρέπει να περιλαμβάνει:
Καταγραφή των ορίων των καμένων εκτάσεων και κατοχύρωση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος (ενεργή αποτροπή καταπατήσεων).
Προσδιορισμό, χαρτογράφηση και περιγραφή των καμένων οικοσυστημάτων. Χαρτογράφηση των κλίσεων γης. Προσδιορισμό εκτάσεων με προστατευτικό χαρακτήρα (πχ. στα ανάντι των οικισμών) Χαρτογράφηση των εκτάσεων με κλίση >50%. Χαρτογράφηση καμένων συστάδων με ηλικία μικρότερη των 20 ετών στις οποίες δεν αναμένεται φυσική αναγέννηση, προκειμένου να γίνει τεχνητή αναδάσωση
Ακολούθως:
Σύνταξη μελέτης αποτροπής διαβρωτικών και πλημμυρικών φαινομένων. Υλοτομία των καμένων δένδρων και αξιοποίηση του ξύλου και κατάλληλη διευθέτηση των υπολειμμάτων υλοτομίας, όπου αυτό είναι εφικτό, για λόγους αισθητικής αλλά και καλύτερης πυροπροστασίας των μελλοντικών συστάδων.
Υλοποίηση των αντιδιαβρωτικών και αντιπλημμυρικών έργων, η οποία θα πρέπει τουλάχιστον να περιλαμβάνει:
Δημιουργία αντιδιαβρωτικών κλαδοπλεγμάτων και κορμοδεμάτων σε περιοχές όπου η κλίση του εδάφους υπερβαίνει το 25% και υπάρχουν φυσικά χειμαρρικά ή συνεχούς ροής ρέματα. Κατασκευή ξυλοφραγμάτων στα σημαντικότερα ρέματα για τη συγκράτηση των φερτών υλικών. Υλοποίηση των έργων αναδασώσεων και αποκατάστασης, η οποία μεταξύ άλλων θα περιλαμβάνει: Αναδάσωση των εκτάσεων με κλίση >50%, ή καμένων συστάδων με ηλικία μικρότερη των 20 ετών, στις οποίες δεν αναμένεται φυσική αναγέννηση. Φυτεύσεις για τον εμπλουτισμό των περιοχών πέριξ των οικισμών με «πυράντοχα» πλατύφυλλα είδη για τη βελτίωση της μελλοντικής τους πυροπροστασίας.
Παρατηρήσεις: Επείγει όλες οι ενέργειες να γίνουν ταχύτατα.
Επείγει να προσδιοριστούν άμεσα οι ευαίσθητες περιοχές στη διάβρωση (κυρίως περιοχές με μεγάλες κλίσεις) και να γίνουν τα αντιδιαβρωτικά έργα (κυρίως κορμοπλέγματα) μέχρι τις αρχές του χειμώνα, επειδή ο προϋπολογισμός εκτέλεσης των απαιτούμενων έργων θα είναι μεγάλος.
Επείγει επίσης να προσδιοριστούν οι οικολογικά ευαίσθητες περιοχές (περιοχές με δυσκολία φυσικής αναγέννησης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω), ώστε να γίνουν εντός του πρώτου χειμώνα (μέχρι νωρίς την άνοιξη) οι αναδασώσεις σε αυτές.
Επείγει να προσδιοριστούν άμεσα οι εκτάσεις με προστατευτικό χαρακτήρα, οι οποίες θα έχουν προτεραιότητα σε έργα αποτροπής της διάβρωσης και των πλημμυρικών φαινομένων αλλά και έργων αναδάσωσης.
Πηγή: iefimerida.gr
Το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων για τις δασικές πυρκαγιές
Το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, με την πολυετή ερευνητική γνώση και πρακτική εμπειρία σε δασικά θέματα, αναφέρει τα εξής σχετικά με τις πρόσφατες δασικές πυρκαγιές:
«Για μια ακόμη φορά βρισκόμαστε μάρτυρες μιας απίστευτης καταστροφής: Οι δασικές πυρκαγιές της τελευταίας εβδομάδας κατέκαυσαν τεράστιες δασικές εκτάσεις, κατέστρεψαν εκτεταμένες αγροτικές καλλιέργειες και προξένησαν βαρύτατες ζημίες σε αστικές περιοχές.
Είναι γεγονός ότι ως μεσογειακή χώρα οφείλαμε να έχουμε συνειδητοποιήσει, ότι οι πυρκαγιές είναι συνδεδεμένες με τις κλιματικές συνθήκες, καθώς και με τους τύπους βλάστησης της χώρας. Κατά συνέπεια ο μόνιμος αντιπυρικός μας σχεδιασμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τρία σκέλη: την πρόληψη, την καταστολή και την αποκατάσταση.
Στο πρώτο σκέλος, της πρόληψης, εμπλέκονται κυρίως οι Δασικές Υπηρεσίες, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτές, καθώς έχουν αποδεκατιστεί σε προσωπικό: παρά τις υποσχέσεις εδώ και μια δεκαετία δεν έχει γίνει καμία πρόσληψη δασικών υπαλλήλων, πλην εποχικού προσωπικού την περίοδο 2017-2018. Οι περισσότερες δασωμένες εκτάσεις είναι εκτός διαχείρισης επί αρκετές δεκαετίες. Είναι λυπηρό η άλλοτε ακμαία Δασική Υπηρεσία, που στο παρελθόν έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο για την ανασυγκρότηση της ρημαγμένης υπαίθρου και της προστασίας της δημόσιας περιουσίας, να εγκαταλείπεται στο βωμό μιας στρεβλής ανάπτυξης.
Στο δεύτερο σκέλος, της δασοπυρόσβεσης, δεν έχουν γίνει σοβαρά βήματα οργάνωσης και επιτελικού σχεδιασμού για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών. Το βασικό και τραγικό λάθος της απόφασης μεταφοράς της δασοπυρόσβεσης στην πυροσβεστική υπηρεσία, πριν 23 χρόνια, είχε ως αποτέλεσμα τραγικές αντιπυρικές περιόδους με πρωτοφανείς καταστροφές (1998, 2000, 2007, 2009, 2018) και απώλειες ανθρώπινων ζωών. Παρά την μεγάλη ενίσχυση σε μέσα και προσωπικό, μια σειρά από αδυναμίες που προέρχονται από τον τρόπο δομής και λειτουργίας και που δεν βελτιώνονται με την πάροδο του χρόνου, όπως θα ήταν αναμενόμενο μετά 23 χρόνια, μειώνουν σε μεγάλο βαθμό τόσο την αποτελεσματικότητα όσο και την αποδοτικότητα του μηχανισμού.
Η πεισματική εμμονή σε λανθασμένες προσεγγίσεις, καθώς απορρίπτεται οποιαδήποτε κριτική είτε εκ των έσω του μηχανισμού όσο και από τρίτους, οφειλόμενη κατά πολλούς σε σκοπιμότητες, εμποδίζει την γρήγορη διόρθωση των σφαλμάτων. Παράδειγμα αποτελεί η τωρινή αντιμετώπιση των πυρκαγιών με την επικέντρωση των προσπάθειών στην συλλήβδην εκκένωση οικισμών, χωρίς τοπικά κριτήρια, και η εκτός ισορροπίας εμμονή στην εκ του αέρος καταστολή, που έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή αύξηση της καταστροφής.
Στο τρίτο σκέλος, της αποκατάστασης, εμπλέκονται πολλές υπηρεσίες γιατί στην ουσία αναφερόμαστε σε ανασυγκρότηση όλων των κατεστραμμένων υποδομών. Όσον αφορά στον δασικό χώρο το πρώτο μέλημα είναι να γίνουν όλες οι απαραίτητες μελέτες και δράσεις σταθεροποίησης των ευδιάβρωτων εδαφών, ώστε να μην έχουμε απώλεια εδάφους. Το εάν στη συνέχεια θα πρέπει να προβούμε σε αναδάσωση, αυτό θα εξαρτηθεί από την εκτίμηση της φυσικής αναγέννησης. Συνήθως δεν χρειάζεται να κάνουμε επεμβάσεις. Όταν όμως αυτό κριθεί απαραίτητο, θα πρέπει να υπάρχει διαθέσιμο φυτευτικό υλικό. Η επιλογή των ειδών προς φύτευση δεν μπορεί να αφεθεί σε αφελείς αντιλήψεις, που αγνοούν τα βασικά δεδομένα της δασικής οικολογίας. Τα τελευταία χρόνια τα κρατικά φυτώρια στην ουσία δεν λειτουργούν, παράγουν ελάχιστες ποσότητες φυτών και δεν καλύπτουν τις σύγχρονες επιστημονικές προδιαγραφές προελεύσεων και τρόπου συλλογής, αποθήκευσης, διαλογής, εκτίμησης φυτρωτικότητας και δημιουργίας νέων φυταρίων προς διάθεση. Χωρίς οργανωμένα φυτώρια, με ανύπαρκτο προσωπικό και υποδομές δεν είναι δυνατόν να συζητούμε για αναδασώσεις, έστω και εθελοντικές.
Μετά τα τραγικά γεγονότα που βρίσκονται σε εξέλιξη, θεωρούμε ότι πρέπει να ανατραπούν όλες οι στρεβλές αντιλήψεις και πολιτικές επιλογές, που μας οδήγησαν στα ζοφερά γεγονότα που βιώνουμε. Και ας μην επαναπαυόμαστε σε χρονιές ήπιες, που ενδεχόμενα θα ακολουθήσουν. Η εμπειρία μάς λέει ότι μια χρονιά πετυχημένης δασοπυρόσβεσης, υπονομεύει τις επόμενες. Κάθε εφησυχασμός είναι εξαιρετικά επικίνδυνος.
Ως Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, μπορούμε να συνεισφέρουμε τη δική μας σχετική ερευνητική γνώση και πρακτική εμπειρία σε έναν σοβαρό διάλογο, τόσο με δική μας πρωτοβουλία, όσο και με πρωτοβουλία άλλων υπηρεσιών, με σκοπό την ανάπτυξη και περιφρούρηση του δασικού και αστικού χώρου προς όφελος των ανθρώπων και του περιβάλλοντος.»
Πρέπει να κάνουμε αναδάσωση μετά από πυρκαγιά;
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΝΤΑΦΗ*
Στα μεσογειακά οικοσυστήματα της χαλεπίου πεύκης, της τραχείας πεύκης και των αειφύλλων πλατυφύλλων, αλλά και των θερμόβιων πλατυφύλλων (δρυοδασών και δασών καστανιάς) δεν χρειάζεται καμία απολύτως αναδάσωση. Η χαλέπιος πεύκη διατηρεί τους κώνους, που ωριμάζουν τον Απρίλιο-Μάιο στον τρίτο χρόνο της ανθοφορίας, κλειστούς για 10-15 και μέχρι 50 έτη. Οι κώνοι αυτοί δεν καίγονται και δεν ανοίγουν κατά την διάρκεια της πυρκαγιάς, αλλά 24-48 ώρες μετά από αυτή, όταν πια έχει κρυώσει το έδαφος, και δεν φυτρώνουν με την πρώτη βροχή, αλλά μόνον το φθινόπωρο, όταν έχουν πέσει πάνω από 25mm βροχής και έχει διαβραχεί το έδαφος, το οποίο έτσι εξασφαλίζει την επιβίωση των αρτίφυτρων.
Παράλληλα, εμφανίζεται σε αφθονία η λαδανιά, ένα κατ’ εξοχήν πυρόφιλο είδος, το οποίο προστατεύει τα νεαρά φυτάρια, σκιάζοντάς τα το καλοκαίρι, ενώ παράλληλα ο μύκητας, που δημιουργεί μυκόρριζα στην λαδανιά (δηλαδή μία συμβίωση μύκητα και ριζών, η οποία αυξάνει την ικανότητα προσρόφησης νερού και θρεπτικών στοιχείων των ριζών από το έδαφος πάνω από 100 φορές), ο ίδιος μύκητας δημιουργεί μυκόρριζα και στην χαλέπιο πεύκη. Έτσι, η φυσική αναγέννηση της χαλεπίου πεύκης είναι εξασφαλισμένη σε δάση ηλικίας μεγαλύτερης των 15-20 ετών, οπότε στην περίπτωση αυτή, όπως και στην περίπτωση της τραχείας πεύκης, δεν πρέπει να κάνουμε απολύτως τίποτα παραπάνω από τα έργα προστασίας του εδάφους από διάβρωση και αποτροπής πλημμυρών.
Τα πλατύφυλλα είδη, τόσο τα αείφυλλα όσο και τα φυλλοβόλα, πρεμνοβλαστάνουν και ριζοβλαστάνουν έντονα μετά την πυρκαγιά, ήδη από το φθινόπωρο, οπότε και εδώ η αναγέννηση είναι εξασφαλισμένη και η αποκατάσταση του οικοσυστήματος και του τοπίου γίνεται με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς. Το πουρνάρι, το φιλύκι, ο σχίνος, οι κουμαριές, τα ρείκια σε ένα χρόνο φθάνουν και ξεπερνούν το ένα μέτρο, η αριά και οι φυλλοβόλες δρύες το 1,5m, η δάφνη τα 2-2,5 m και η καστανιά τα 3m. Συνεπώς στην ζώνη αυτή δεν έχουμε κανένα πρόβλημα φυσικής αναγέννησης, αρκεί να προστατευθεί από τη βοσκή και τους καταπατητές που καραδοκούν.
Το πρόβλημα δημιουργείται στα λεγόμενα ορεινά μεσογειακά κωνοφόρα, δηλαδή στην ελάτη και την μαύρη πεύκη. Η μαύρη πεύκη με τον χονδρό φλοιό της είναι προσαρμοσμένη σε έρπουσες πυρκαγιές, οι οποίες διευκολύνουν την φυσική αναγέννησή της, αλλά δεν αντέχει σε επικόρυφες πυρκαγιές και δεν αναγεννάται φυσικά ύστερα από αυτές. Η ελάτη δεν αντέχει, δηλαδή δεν είναι προσαρμοσμένη ούτε στις έρπουσες ούτε στις επικόρυφες πυρκαγιές. Στην περίπτωση αυτών των δύο ειδών είναι απαραίτητη η αναδάσωση με υλικό που προέρχεται από σπόρους της ίδιας ή γειτονικής περιοχής. Μπορούν να εφαρμοσθούν σπορές σε πινάκια ή φύτευση διετών φυτωρίων για την μαύρη πεύκη και τετραετών για την ελάτη. Οι αναδασώσεις πρέπει να γίνουν με την ευθύνη και εποπτεία της δασικής υπηρεσίας και της αρμόδιας διεύθυνσης αναδασώσεων ή των οικείων δασαρχείων. Η αναδάσωση είναι ένα πολύ λεπτό και δαπανηρό εγχείρημα και πρέπει να γίνεται από τους ειδικούς και σύμφωνα με τις αρχές της αναδάσωσης.
Τελειώνοντας, θέλω να τονίσω ότι οι πυρκαγιές αποτελούν ένα φυσικό φαινόμενο, που μπορεί βέβαια να προληφθεί. Όταν ωστόσο ξεσπάσει, δεν πρέπει να επικρατεί πανικός, αλλά να σχεδιάζουμε με ψυχραιμία και γνώση τις απαραίτητες ενέργειες για την κατά το δυνατόν ταχύτερη και καλύτερη αποκατάσταση της καταστροφής και ιδιαίτερα την αποτροπή της διάβρωσης του εδάφους και των πλημμυρών.
* Σπύρος Ντάφης (1927-2014). Ομότιμος καθηγητής Δασολογίας του ΑΠΘ.