Φωκίων Κ. Δεληγιάννης

19ο Συνέδριο ΠΑΝΔΟΙΚΟ
Κέρκυρα 5-7 Οκτωβρίου 2007
Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας
«Κλιματικές Αλλαγές.  Τοπικές Προτάσεις και Λύσεις»
Συνδιοργανωτής: Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.

«Ο Ρόλος των Τομέων της Παραγωγής στις Κλιματικές Αλλαγές»

Φωκίων Κ. Δεληγιάννης
Συντονιστής Βιομηχανικών Υποδομών και Ανάπτυξης ΣΕΒ

Κυρίες και κύριοι,

Το 19ο συνέδριο του ΠΑΝΔΟΙΚΟ δίνει στον ΣΕΒ την ευκαιρία να σας καταστήσει κοινωνούς των θέσεων και επιδιώξεων της επιχειρηματικής κοινότητας της χώρας μας στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας για αποτροπή της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της.

Επιθυμώ όμως πριν ξεκινήσω την παρέμβασή μου να συγχαρώ τους οργανωτές για την πρωτοβουλία και την εύστοχη επιλογή του θέματος ευχαριστώντας παράλληλα για την πρόσκληση και τη φιλοξενία που μας παρέχουν.

Θέλω κατ’ αρχάς να σας παραθέσω πολύ σύντομα τις βασικές αρχές που διέπουν τις επιλογές του ΣΕΒ σε ζητήματα περιβαλλοντικής πολιτικής.

Για εμάς το περιβάλλον και η ανάπτυξη δεν είναι έννοιες ανταγωνιστικές, θεωρούμε ότι η ανάδειξη της έννοιας της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης αποτελεί μία από τις κύριες συνιστώσες των πρακτικών που πρέπει να εφαρμόζει μία σύγχρονη επιχείρηση. Στο πλαίσιο αυτό προτρέπουμε τα μέλη μας για έμπρακτη έκφραση περιβαλλοντικής φροντίδας ως βασικής υποχρέωσης τους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο.

Επιδιώκουμε ταυτόχρονα επικοινωνία και συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές και φορείς στοχεύοντας στην αντιμετώπιση περιβαλλοντικών προκλήσεων μέσα από την εφαρμογή πολιτικών που υπηρετούν ισόρροπα τις επιμέρους συνιστώσες της βιώσιμης ανάπτυξης – στόχου κάθε προηγμένης κοινωνίας.

Και στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω ότι πολιτικές που διέπονται από περιβαλλοντική αποτελεσματικότητα, κοινωνική αποδοχή και οικονομική αποδοτικότητα δεν έχουν αρνητικές επιπτώσεις σε όρους ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης. Αντίθετα μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο για ανάπτυξη και καινοτομία και αυτό είναι ήδη φανερό σε ορισμένους τομείς της παραγωγής όπου η περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένη Ευρώπη είτε κατέχει είτε διεκδικεί με αξιώσεις τα πρωτεία.

Στο πλαίσιο τέτοιων πολιτικών, η εισαγωγή ευέλικτων προσεγγίσεων που απευθύνονται στις επιχειρήσεις όπως είναι τα συστήματα εμπορίας εκπομπών μπορεί εφόσον συνδυασθεί με αποτελεσματικούς μηχανισμούς παρακολούθησης και διαχείρισης να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για άμβλυνση των οικονομικών επιπτώσεων που συνεπάγεται η προσπάθεια προσαρμογής των εκπεμπόμενων ρύπων σε εθνικές ή ευρύτερης εφαρμογής οροφές καθώς και για τη διευκόλυνση της εφαρμογής πρακτικών αυτορύθμισης π.χ. ενόψει μιας στρατηγικής για ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

Ειδικά σε ότι αφορά στις εκπομπές CO2 –κύριο αέριο θερμοκηπίου- λειτουργεί ήδη από το 2004 στην Ε.Ε. ως εργαλείο υποβοήθησης της συμμόρφωσης στις δεσμεύσεις Kyoto σύστημα εμπορίας, στηριζόμενο σε κατανομές δικαιωμάτων σε εθνικό επίπεδο με σταδιακά απομειούμενες οροφές και με την Επιτροπή να έχει αποφασιστική αρμοδιότητα ως προς την έγκριση των εθνικών σχεδίων κατανομής.

Σε αυτή τη φάση στο σύστημα εμπλέκονται συγκεκριμένοι βιομηχανικοί κλάδοι, ηλεκτροπαραγωγοί και οι μονάδες καύσης άνω των 15 MW.

Στη χώρα μας, το μέτρο εμπλέκει περί τις 150 εγκαταστάσεις παραγωγής που στη μεγάλη τους πλειοψηφία ανήκουν σε επιχειρήσεις μέλη του ΣΕΒ, ενώ ικανοποιητικά λειτουργούν από τον περασμένο χρόνο και οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΧΩΔΕ.

Κυρίες και κύριοι,

Είναι γεγονός ότι η αποτροπή της κλιματικής αλλαγής ως απόρροιας της εγκατάστασης συνθηκών θερμοκηπίου στον πλανήτη μας συνιστά τη μεγαλύτερη σημερινή παγκόσμια πρόκληση.

Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον επιδιώκουμε να έχουμε μία πραγματική ευκαιρία να οδηγήσουμε τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου σε αποδεκτά –από πλευράς συνθηκών αειφορίας- επίπεδα θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να δώσουμε μία απάντηση στο ερώτημα του με ποιόν τρόπο μπορούμε να συμφιλιώσουμε την άνευ προηγουμένου παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη με την προστασία του κλίματος.

Γνωρίζετε όλοι πιστεύω ότι κυρίαρχη γενεσιουργός αιτία συσσώρευσης CO2 στην ατμόσφαιρα είναι η κατανάλωση ενέργειας και έχει υπολογισθεί ότι αυτή μέχρι το 2030 θα έχει αυξηθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50%.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό ισοδυναμεί με την προσθήκη στον παγκόσμιο χάρτη 2 ακόμα χωρών με χαρακτηριστικά ενεργειακής συμπεριφοράς ανάλογα με αυτά των σημερινών ΗΠΑ.

Μικρό σχετικά μερίδιο αυτής της αύξησης θα προέλθει όμως από τις βιομηχανικές χώρες. Αντίθετα με την ταχεία αύξηση της ευημερίας και της αστικοποίησης σε χώρες όπως για παράδειγμα η Κίνα όλο και περισσότερα άτομα θα έχουν απαίτηση για πρόσβαση σε σύγχρονες ανέσεις που είναι συνυφασμένες με ενεργειακές καταναλώσεις.

Από την άλλη πλευρά τα σημερινά επίπεδα τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν υπερδιπλασιασθεί σε σχέση με το 2002 σηματοδοτώντας την έναρξη της κούρσας για φθηνές και υψηλής διαθεσιμότητας πηγές ενέργειας, οι οποίες δεν είναι πάντα οι πιο φιλικές απέναντι στο περιβάλλον.

Η χρήση άνθρακα μέχρι το 2030 υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί κατά 60%.

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω εάν δεν αλλάξει κάτι οι εκπομπές θα έχουν αυξηθεί μέχρι και κατά 50% έως το 2030 με σταθερή ποσοστιαία μείωση του μεριδίου που θα αναλογεί σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Ιαπωνία.

Η αλλαγή στο κλίμα είναι όμως ένα παγκόσμιο πρόβλημα κάτι που επιβάλλει λύσεις παγκόσμιας αποδοχής.

Τρεις είναι οι εναλλακτικές δυνατότητες για συνολική ελάττωση των εκπομπών θερμοκηπίου: μείωση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, αλλαγή του πρωτογενούς ενεργειακού μείγματος με προώθηση καυσίμων χαμηλότερης ανθρακικής έντασης και αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας.

Η μείωση της ανάπτυξης είναι απαράδεκτη ιδιαίτερα για τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Η επιλογή ενεργειακού μείγματος χαμηλής ανθρακικής έντασης είναι σίγουρα παράγων σημαντικός και στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να διερευνηθούν οι δυνατότητες του καθαρού άνθρακα των ΑΠΕ και της πυρηνικής ενέργειας. Πολλές όμως από τις σχετικές με τα παραπάνω τεχνολογίες είτε προσκρούουν στη μη-δεκτικότητα των κοινωνιών, είτε επιβαρύνουν υπέρμετρα το ενεργειακό κόστος είτε δεν είναι ακόμα διαθέσιμες με όρους αγοράς.

Αντίθετα οι τεχνολογίες βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας είναι διαθέσιμες, ώριμες για χρήση και οικονομικά συμφέρουσες συνδυάζοντας με το πέρας της απόσβεσής τους το περιβαλλοντικό όφελος με το οικονομικό.

Κυρίες και κύριοι,

Σήμερα το 1/3 της πρωτογενούς ενεργειακής τροφοδοσίας στην Ευρώπη χάνεται μέσα από τις διαδικασίες μετατροπής ως απορριπτόμενη θερμότητα.

Επιπροσθέτως ένα σημαντικό ποσοστό της ενέργειας που φθάνει στον καταναλωτή χάνεται λόγω μη αποδοτικών εφαρμογών και τεχνολογιών τελικής χρήσης.

Είναι βέβαια γεγονός ότι στην Ε.Ε. των 15, η ενεργειακή αποδοτικότητα σε επίπεδο τελικού χρήστη (βιομηχανία, νοικοκυριά, μεταφορές) έχει βελτιωθεί κατά 11% μεταξύ 1990 και 2004.

Ειδικά σε ότι αφορά στον δευτερογενή τομέα το συνολικό κέρδος σε όρους ενεργειακής αποδοτικότητας ήταν ιδιαίτερα σημαντικό αγγίζοντας το 20% κατά μέσο όρο.

Παρά ταύτα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία στασιμότητα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι δυνατότητες για «εύκολες» βελτιωτικές παρεμβάσεις στη βιομηχανία έχουν εξαντληθεί αφού συνεισέφεραν στο να είναι η Ευρώπη δεύτερη παγκοσμίως από πλευράς ενεργειακής αποδοτικότητας και σε πολύ μικρή απόσταση από την πρώτη Ιαπωνία.

Τι συμβαίνει όμως στη χώρα μας ως προς τα προαναφερθέντα; Σε ότι αφορά στη βιομηχανία και ειδικότερα στις εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στην οδηγία IPPC διαπιστώνεται στις περισσότερες των περιπτώσεων υψηλό επίπεδο τεχνολογικού εκσυγχρονισμού μέσω της υιοθέτησης «βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών» γεγονός που συνεπάγεται και βελτιωμένα ενεργειακά χαρακτηριστικά, απόρροια συνδυασμού τεχνολογικής εφικτότητας και οικονομικής αποδοτικότητας.

Ειδικά για τους δυναμικούς και διεθνώς ανταγωνιστικούς κλάδους που μετέχουν στο σύστημα εμπορίας εκπομπών CO2 (χαλυβουργία, διύλιση, τσιμεντοβιομηχανία) θα μπορούσε κάποιος να πει ότι όπως άλλωστε συμβαίνει με ομοειδείς επιχειρήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα οικονομικά εφικτά περιθώρια βελτίωσης των ενεργειακών χαρακτηριστικών έχουν σχεδόν εξαντληθεί.

Με τα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα κάθε περαιτέρω προσπάθεια μείωσης των άμεσων εκπομπών CO2 από αυτές τις εγκαταστάσεις νομοτελειακά οδηγεί σε μείωση της παραγωγής ή σε διατήρηση της στα σημερινά επίπεδα με αύξηση όμως του κόστους και απώλειες σε όρους ανταγωνιστικότητας.

Και βέβαια τα παραπάνω δεν είναι επιθυμητά ως αντιστρατευόμενα τη μία συνιστώσα της βιώσιμης ανάπτυξης.

Από την άλλη πλευρά η σταδιακή διάδοση της χρήσης φυσικού αερίου από τις επιχειρήσεις καθώς και η λειτουργία ενός θεσμικού πλαισίου που ενθαρρύνει την ανάληψη δράσεων υποκατάστασης, εισαγωγής καθαρών τεχνολογιών παραγωγής ή βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας μέσω της χορήγησης κρατικών ενισχύσεων οδηγεί σε σχετικές επενδυτικές πρωτοβουλίες κλάδους και επιχειρήσεις που δεν εμπίπτουν στην οδηγία IPPC ή στο Εθνικό Σύστημα Κατανομής δικαιωμάτων.

Τα παραπάνω σίγουρα θα μειώσουν σημαντικά το μερίδιο της ελληνικής μεταποίησης στην παραγωγή CO2 τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Ταυτόχρονα η σε μεσοπρόθεσμη βάση βελτίωση του μέσου βαθμού απόδοσης των υποδομών ηλεκτροπαραγωγής μέσω της απόσυρσης παλαιών μονάδων, εισαγωγής νέων τεχνολογιών καύσης ή μέσω της ένταξης πρόσθετων μονάδων συνδυασμένου κύκλου ή ΑΠΕ θα συνεισφέρει στην βελτίωση της κατάστασης τόσο άμεσα όσο και έμμεσα σε ότι αφορά στους χρήστες ηλεκτρικής ενέργειας.  Τολμώ να επισημάνω ότι κάπου εδώ εξαντλούνται τα περιθώρια του δευτερογενούς τομέα και της ηλεκτροπαραγωγής εφόσον βέβαια επιθυμούμε τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητάς μας αλλά και ενός βαθμού ενεργειακής αυτάρκειας, τον οποίο κάθε χώρα πρέπει να επιδιώκει.

Η μείωση της ενεργειακής έντασης και των παράπλευρων επιπτώσεων της δεν πρέπει να είναι αποκλειστικά υπόθεση της βιομηχανίας και της ηλεκτροπαραγωγής.  Η προσπάθεια πρέπει να στοχεύσει και στην ορθολογικοποίηση του μεταφορικού έργου μέσω της προώθησης της ανάπτυξης μαζικών και συνδυασμένων υποδομών μεταφοράς την προώθηση της αποδοτικής ενεργειακά λειτουργίας των υπόλοιπων τομέων της οικονομίας, τη διεύρυνση της συμμετοχής ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο πέραν της ηλεκτροπαραγωγής, την ανάπτυξη από τη βιομηχανία και υιοθέτηση από την αγορά προϊόντων με καλή ενεργειακή συμπεριφορά και όχι μόνον.

Πρέπει να στοχεύσει και στην διαπαιδαγώγηση του κάθε ενός από εμάς, του κάθε πολίτη με παράλληλη παροχή εναλλακτικών δυνατοτήτων για βελτίωση της ενεργειακής του συμπεριφοράς πολλώ δε μάλλον επειδή κάτι τέτοιο συνεπάγεται και σημαντικό οικονομικό όφελος.

Αγαπητοί φίλοι,

Σήμερα για πάνω από 2.500.000 νοικοκυριά στη χώρα μας η κάλυψη θερμικών αναγκών (με εξαίρεση τις κεντρικές θερμάνσεις) με χρήση ηλεκτροβόρων συσκευών αποτελεί κανόνα ακόμα και για περιοχές που ήδη υπάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες.  Με λίγα λόγια πάνω από 10.000.000 κάτοικοι αυτής της χώρας, στο πλαίσιο της ικανοποίησης σημαντικών αναγκών τους για κάθε 100 θερμίδες πρωτογενούς ενέργειας που συνεπάγονται ανάλογες εκπομπές CO2 εκμεταλλεύονται στην καλύτερη περίπτωση το ¼ χωρίς να ενδιαφέρονται για την τύχη του υπολοίπου.

Ζεσταίνουμε για παράδειγμα νερό για να παράξουμε ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο αφού το μεταφέρουμε εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο παραγωγής το χρησιμοποιούμε! για να ξαναζεστάνουμε νερό ή αγοράζουμε φθηνά κλιματιστικά με κακή απόδοση αποβλέποντας στο πρόσκαιρο οικονομικό όφελος, το οποίο γρήγορα εξανεμίζεται και συντελούμε στην αύξηση εκπομπών CO2.

Εύκολα γίνονται αντιληπτά τα περιθώρια έμμεσης συνεισφοράς στην αντιμετώπιση του προβλήματος εφόσον κατορθώσουμε οι συμπεριφορές αυτές να θεωρούνται ως έσχατη λύση και όχι ως μία ανέμελη επιλογή.

Τελειώνοντας θέλω να επισημάνω ότι η ανταπόκριση σε περιβαλλοντικές προκλήσεις παγκόσμιας εμβέλειας όπως είναι για παράδειγμα η ανάγκη μείωσης των εκπομπών θερμοκηπίου δεν πρέπει να εξακολουθήσει να συνιστά μονομερή υποχρέωση της Ευρώπης και ορισμένων άλλων χωρών απέναντι στην παγκόσμια κοινωνία.

Ήδη η ευρωπαϊκή βιομηχανία υφίσταται όλο και πιο έντονα αυτό που σήμερα συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε ως «περιβαλλοντικό dumping» από ανταγωνιστές τρίτων χωρών που λειτουργούν απελευθερωμένοι από κάθε έστω και στοιχειώδη υποχρέωση συμμόρφωσης σε περιβαλλοντικές προδιαγραφές (και όχι μόνο).

Η υιοθέτηση νέων μονομερών στόχων από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αυτή τη στιγμή είναι υπεύθυνη για τις συνολικές σε παγκόσμιο επίπεδο εκπομπές CO2 σε ποσοστό χαμηλότερο του 15% θα έχει ανεπιθύμητες παρενέργειες στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας οδηγώντας παράλληλα σε φιλονικίες σε επίπεδο διεθνών εμπορικών συναλλαγών. Πιστεύω ότι τα ενδεχόμενο αυτά θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ενόψει της επικείμενης υιοθέτησης των τελικών επιλογών για τη μετα-Κυότο εποχή.