Η οδός, η οποία φέρει το όνομα του Ηπειρώτη ευεργέτη της πόλεως των Πατρών Αχιλλέα Γεροκωστόπουλου, ευρισκόμενη σε κεντρικότατο σημείο της, αποτελεί σημείο κοινωνικών συναντήσεων και εμπορικών συναλλαγών. Τεμνόμενη από την πλατεία Γεωργίου Α’, εκτείνεται εκατέρωθεν, πεζοδρομημένη στο μεγαλύτερο τμήμα της, καταλήγοντας στο πάνω μέρος σε κλίμακες. Λόγω της θέσεώς της και περιβαλλόμενη από αρκετά νεοκλασικά κτίρια, αποτελεί ιδιαίτερο τμήμα του ιστορικού κέντρου της πόλης και συνιστά μαζί με την πλατεία, και όχι μόνο, κομμάτι του παρελθόντος της, το οποίο είναι ενταγμένο δυναμικά στους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής της. Βέβαια, μεταξύ άλλων, στα αρνητικά αποτελέσματα αυτής της ζωής μπορεί να καταλογιστεί η θεόρατη και μη αρμόζουσα στον χώρο πολυκατοικία, η οποία δεσπόζει στην κορυφή τού πάνω μέρους της οδού και στέφει με ανοίκειο στο βλέμμα τρόπο τις πλατιές σκάλες, ενώ βρίσκεται σε αντιδιαστολή με τα ιστορικά μνημεία που υπάρχουν μια ανάσα από αυτή.
Η Γεροκωστοπούλου είναι οδός, από την οποία διαβαίνει πλήθος ανθρώπων με ποικίλους προορισμούς, στις εκατέρωθεν υπάρχουσες καφετερίες της κάθεται πολύς κόσμος για ν’ απολαύσει τον καφέ του, ή ό,τι άλλο, και το βράδυ είναι ένας χώρος, τον οποίο επιλέγουν πολλοί, κυρίως νέοι, για να κάθονται στα φιλόξενα σκαλοπάτια της.
Η ύπαρξη μιας οδού της πόλεως με τόσες οικιστικές παραμέτρους και με τόσες χρήσεις δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί άκρως ενδιαφέρουσα. Υπάρχουν, όμως, και κάποια δεδομένα που την αφορούν και τα οποία χρήζουν προσοχής. Συγκεκριμένα θα μπορούσε, αν αναβαθμιστεί αρχιτεκτονικά και περιβαλλοντικά, να συγκροτήσει μια όαση διάβασης, περιπάτου ή στάσης, όπου ο σεβασμός σ’ αυτόν καθαυτόν τον χώρο και την αισθητική του θα λογίζεται πλέον ως παράδειγμα.
Για την αρχιτεκτονική αναβάθμισή της κρίνεται απαραίτητη η ανάπλαση των κλιμάκων της, οι οποίες διακρίνονται για χρόνιες βλάβες σε διάφορα σημεία τους, αλλά και για την ολισθηρότητά τους. Απαιτούνται χρήματα γι’ αυτόν τον σκοπό, θα αντιτείνουν κάποιοι και δεν θα έχουν άδικο. Όμως, για ποιο λόγο δεν εξασφαλίζονται αυτά επί σειρά ετών, μένει η απορία και οφείλουν να μας το απαντήσουν οι εκάστοτε αρμόδιοι.
Επειδή, λοιπόν, η αρχιτεκτονική είναι άμεσα συνδεδεμένη με το περιβάλλον, στην περίπτωσή μας το αστικό, και επειδή η όποια παρέμβαση προς αυτή την κατεύθυνση απαιτεί χρόνο, αλλά κυρίως βούληση, ας δούμε πώς με κάποιες απλές κινήσεις και με μικρό κόστος μπορεί να αλλάξει η εικόνα της αναφερόμενης περιοχής.
Ας αρχίσουμε, λοιπόν, από την καθαριότητα. Αν, λέμε, αν οι σκάλες της οδού, πέραν της αποκομιδής των απορριμμάτων, όσων αφήνουν κατά κανόνα οι νέοι που τη χρησιμοποιούν τα βράδια, η οποία εν πολλοίς γίνεται, πλένονται ανελλιπώς και το πρωί οι διαβάτες δεν βαδίζουν πάνω σε αντιαισθητικά αποτυπώματα χυμένων ποτών και σε υπολείμματα υαλοθραυσμάτων, θα έχει γίνει το πρώτο βήμα. Αν γίνουν, επίσης, οι επιδιορθώσεις των χρόνιων βλαβών καθώς και η μείωση της ολισθηρότητας μέσω ορθής τεχνικά απολείανσης των πλακών, θα έχει ελαττωθεί η επικινδυνότητα. Αν πάλι, πέραν των υπαρχόντων απεριποίητων ανθέων, γίνει μια γενναία κίνηση, ώστε να πληθήνουν και να αναβαθμίσουν αισθητικά τον χώρο, θα έχει βελτιωθεί τόσο πολύ η εικόνα, που θα είναι χάρμα οφθαλμών για όσους τον χρησιμοποιούν, θα συνιστά παιδευτικό παράδειγμα για όλους, αλλά και για άλλα σημεία της πόλης.
Δικαιολογίες για πιθανή συνεχιζόμενη απραξία μπορεί να επινοηθούν πολλές. Το πνεύμα, όμως, το οποίο διέπει τη σύγχρονη αντίληψη για το αστικό περιβάλλον περιλαμβάνει και τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Το κόστος είναι μικρό, αν το νοιάξιμο είναι μεγάλο, μια και τα οφέλη, τόσο για την ίδια την πόλη, όσο και γι’ αυτούς που την κατοικούν, θα είναι τεράστια.
Παναγιώτα Λάμπρη