Η θέση της Ελλάδας, επειδή την καθιστά μια γέφυρα μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας, έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη μίας πανίδας πλούσιας σε πολυμορφία και σε αριθμό ειδών. Η πανίδα αυτή, που συνδυάζει στοιχεία από την πανίδα της Ευρώπης αλλά και της Ασίας, περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό ειδών από ερπετά. Παράλληλα ο νησιωτικός χαρακτήρας της Ελλάδας έχει ευνοήσει την εξέλιξη και πολλών ενδημικών ειδών, μορφών ζωής δηλαδή που υπάρχουν μόνο σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο ή εντός των συνόρων ενός κράτους και πουθενά αλλού στον κόσμο. Η οχιά της Μήλου, Macrovipera schweizeri, και η σαύρα της Μήλου, Podarcis milensis, αποτελούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Αυτό το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα συχνό στο χώρο του Αιγαίου και οφείλεται στο γεωλογικό και παλαιοντολογικό παρελθόν της περιοχής. Γι’ αυτό το λόγο, τα ερπετά της Ελλάδας έχουν προσελκύσει, εδώ και αρκετές δεκαετίες τους επιστήμονες της Ευρώπης και ολόκληρου του κόσμου.
Ακόμα, αξίζει να αναφερθεί ότι οι επιστημονικές ονομασίες και γενικότερα η συστηματική κατάταξη των ειδών των ερπετών στην Ελλάδα δεν φαίνεται να έχει ακόμα αποκρυσταλλωθεί. Αυτό συμβαίνει κυρίως στο νησιωτικό χώρο, λόγω της πολυμορφίας που παρουσιάζουν τα ερπετά εκεί εξαιτίας της γεωγραφικής τους απομόνωσης. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, η χρήση της μοριακής βιολογίας ως νέου μέσου για την ταξινόμηση των ειδών έχει ως αποτέλεσμα να αναθεωρούνται κάποια από αυτά που ισχύουν και να προκύπτουν συνεχώς νέα δεδομένα. Έτσι παρουσιάζεται η ανάγκη να τροποποιούνται και να συμπληρώνονται αντίστοιχα και οι κατάλογοι της κατανομής των ειδών. Αυτό λοιπόν συνεχίζει να αποτελεί ένα σημαντικό κίνητρο, ώστε κατά περιόδους ερευνητές και βιολόγοι να συνεχίζουν να επισκέπτονται τον ελληνικό χώρο και κυρίως το αρχιπέλαγος, με την προσδοκία να ανακαλύψουν είδη ερπετών άγνωστα έως σήμερα.
Το γεγονός αυτό όμως αποτελεί και την αιτία εμφάνισης ενός μεγάλου προβλήματος, σημαντικότατου όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για όλο τον κόσμο. Αυτό είναι το εμπόριο ειδών της άγριας πανίδας από ανθρώπους, που για προσωπικό κέρδος δε διστάζουν να θέσουν σε κίνδυνο μορφές ζωής του πλανήτη, εκμεταλλευόμενοι συχνά τους φτωχούς πληθυσμούς της γης. Η Ελλάδα, λοιπόν, λόγω αυτής της ποικιλομορφίας και του μεγάλου αριθμού των ειδών που διαθέτει, αποτελεί άμεσο στόχο συλλεκτών και εμπόρων.
Ο λόγος είναι ότι οι έλεγχοι στα σύνορα της χώρας, ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι τυπικοί ως ανύπαρκτοι και, φυσικά, οι χελώνες αποτελούν πρωτεύοντες στόχους. Η διαδικασία της συλλογής τους είναι αθόρυβη και πολύ δύσκολα γίνεται αντιληπτή, ενώ δεν υπάρχουν μέτρα που να μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση, παρά μόνο αυστηρές ποινές για τους παρανομούντες. Όμως τα κατασταλτικά μέτρα προστασίας είναι συχνά αναποτελεσματικά και σπάνια εφαρμόζονται διεθνώς ή ερμηνεύονται με τρόπο που ευνοεί περισσότερο τους εμπόρους και τους διακινητές παρά την προστασία της άγριας πανίδας.
Σήμερα οι μαζικές μεταναστεύσεις πληθυσμών από αυτές τις χώρες στη Βόρεια Μεσόγειο αποδεδειγμένα έχουν μεταφέρει το πρόβλημα στη χώρα μας με τα πιο σπάνια και ανυπεράσπιστα είδη που διαθέτει. Έτσι οι χελώνες και οι χαμαιλέοντες κυνηγήθηκαν ανελέητα από την προηγούμενη δεκαετία οδηγώντας τους δεύτερους σήμερα λίγο πριν την ολική εξαφάνιση.
Η σχέση των ανθρώπων με τα ερπετά οι, φοβίες του κόσμου
και τα προβλήματα.
Όπου γίνεται λόγος για τα ερπετά της Ελλάδας, παρά τη φοβία που επικρατεί και που εκφράζεται από τον πιο πολύ κόσμο, πάντοτε αφορά σε μικρά, ταπεινά και ακίνδυνα ζώα. Όμως τα πιο πολλά από αυτά είναι πολύ παρεξηγημένα από τους ανθρώπους, καθώς συνοδεύει την ύπαρξή τους ένα πλήθος από μυθοπλασίες και δεισιδαιμονίες. Ταυτόχρονα ποτέ ως σήμερα δεν είχαν κάποια οικονομική αξία για τον άνθρωπο. Αυτό μαζί με όλα τα παραπάνω έχει ως αποτέλεσμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα ζώα αυτά να στερούνται κάποιας κοινής ονομασίας και κυρίως αποδεκτής από τον επιστημονικό κόσμο.
Οι ονομασίες που επικρατούν, στις πιο πολλές περιπτώσεις, αφορούν πάλι σε μυθοπλασίες και δεισιδαιμονίες που πολύ συχνά αναφέρονται σε επικίνδυνες για τον άνθρωπο ιδιότητές τους. Βέβαια όλα αυτά που ακούγονται είναι σχεδόν πάντοτε ανυπόστατα και κάποιες φορές μάλιστα αφορούν σε ανύπαρκτα ζώα, επινοημένα από τη λαϊκή φαντασία. Για παράδειγμα, ακούγεται συχνά ότι τα φίδια πίνουν γάλα, κάτι που, φυσικά, για κανένα λόγο δεν μπορεί να ισχύει.
Μάλιστα, ενώ έχουμε τα ίδια σχεδόν είδη φιδιών που υπάρχουν και στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη της Μεσογείου, μόνο στην Ελλάδα επικρατεί αυτή η αντίληψη και αυτό επιβεβαιώνει όλα όσα αναφέρονται παραπάνω. Συχνά τα λαϊκά ονόματα που ακούμε αλλάζουν από περιοχή σε περιοχή ή αναφέρονται σε διαφορετικά ζώα, που τις περισσότερες φορές είναι άσχετα μεταξύ τους!
Έτσι λοιπόν απ’ όλα τα παραπάνω προκύπτει ένα αξιόλογο πλήθος στοιχείων, τα οποία όμως αφορούν περισσότερο στη λαογραφία παρά στη ζωολογία. Γι’ αυτό το λόγο, και για αποφυγή σύγχυσης, χρησιμοποιείται δίπλα στο κοινό τους όνομα και το επιστημονικό, το οποίο είναι το μόνο έγκυρο.
Συνήθως πάντως αυτό που ισχύει χαρακτηρίζεται από τα παρακάτω: «Οχιά» ή «αστρίτη», για παράδειγμα, ονομάζουν οποιοδήποτε είδος φιδιού παρουσιάζει στικτό χρωματισμό, που είναι και χαρακτηριστικό των περισσοτέρων φιδιών, όταν βρίσκονται σε νεαρή ηλικία, σχεδόν δηλαδή το σύνολο των ειδών. Άλλες φορές πάλι «αστρίτη» ή «οχιά» (θανατηφόρο) ονομάζουν οποιοδήποτε φίδι καταφέρουν να σκοτώσουν. «Δεντρογαλιά» (ακίνδυνο) όποιο δουν επάνω σε δένδρο ή τους ξεφύγει. «Νερόφιδο» (ακίνδυνο), αν το δουν μέσα ή κοντά στο νερό και, αν το σκοτώσουν, τότε το ονομάζουν και αυτό οχιά.
Η απόδοση χαρακτηρισμών όπως επιβλαβές, επικίνδυνο, θανατηφόρο κλπ., είναι μια παλιά νοοτροπία αντιμετώπισης για την άγρια ζωή. Έτσι, σχεδόν πάντα εφευρίσκεται μια αιτία προκειμένου να θανατώνεται οτιδήποτε κινείται στη φύση, είτε τρώγεται είτε όχι. Ευτυχώς όμως οι χελώνες δεν έχουν χαρακτηριστεί από το λαό επικίνδυνα ζώα και έτσι δεν τους έχουν αποδοθεί ακραία χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές. Αντίθετα θεωρούνται ταπεινά και ακίνδυνα πλάσματα.
Το γατόφιδο ή αγιόφιδο (Telescopous fallax), το πιο φιλικό με τους ανθρώπους φίδι και παρεξηγημένο από τους σύγχρονους Έλληνες.
Βασική αιτία είναι η αίσθηση του βιολογικά απόμακρου, αφού κανένα κατοικίδιο ή εξημερωμένο ζώο έως και λίγα χρόνια πριν δεν ανήκε σ’ αυτή την ομάδα ζώων που έχουν φολίδες στο σώμα αντί για πτέρωμα ή τρίχωμα. Το ότι τα φίδια ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία και το γεγονός ότι απαιτείται κάποια γνώση και εμπειρία στο να διακρίνει κάποιος ένα ακίνδυνο φίδι από μία οχιά που μπορεί και να μην συναντήσει ποτέ του, ενισχύει το πρόβλημα.
Αυτό αποδεικνύεται, όταν εμφανίζουμε μία οχιά σε κάποια άτομα «παντογνώστες» περί φιδιών, που τους αρέσει να εντυπωσιάζουν τους γύρω τους παρουσιάζοντας στον κόσμο δήθεν επικίνδυνα φίδια που συλλαμβάνουν ή σκοτώνουν. Οι πιο πολλοί λοιπόν εκπλήσσονται λέγοντας ότι πρώτη φορά βλέπουν τέτοιο ζώο! Πολύ λογικό, γιατί οι οχιές βρίσκονται δύσκολα, επειδή είναι κυρίως νυκτόβιες, ενώ σε κάποιες περιοχές, είναι σπάνιες, ή δεν υπάρχουν καθόλου.
Μόνο το γένος της οχιάς Vipera περιλαμβάνει δηλητηριώδη φίδια στην Ελλάδα. Περιλαμβάνει πέντε είδη, αλλά ένα μόνο από αυτά η οχιά Vipra ammodytes, θεωρείται κοινό. Τα υπόλοιπα είναι πολύ σπάνια, έχουν νησιδωτή κατανομή που τελειώνει έξω ή κοντά στα σύνορά μας. Δύο από αυτά βρίσκονται μόνο σε κάποια νησιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οχιά της Μήλου Macrovipera schweizeri που ζει μόνο εκεί και στα γύρω νησιά.
Γιώργος Χείρας
Μέλος της ΟΙΚΙΠΑ