Για μια ακόμα φορά τις τελευταίες μέρες, οι σταθμοί μέτρησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στο λεκανοπέδιο Κοζάνης- Πτολεμαΐδας- Φλώρινας χτύπησαν κόκκινο σε ό,τι αφορά στις συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων που είναι ιδιαίτερα καρκινογόνα όταν εισπνέονται από τον ανθρώπινο οργανισμό. Το φαινόμενο αυτό που παρατηρείται συστηματικά κάθε τέτοια εποχή οφείλεται κυρίως στις δραστηριότητες της ΔΕΗ στο λεκανοπέδιο αλλά και σε εποχικές δραστηριότητες στον αγροτικό τομέα (καύση καλαμιών – υπολειμμάτων από τις καλλιέργειες της περιοχής).
Οι κλιματικές συνθήκες που λειτούργησαν ευνοϊκά για την αυξημένη ρύπανση ήταν η άπνοια που εμπόδισε τη μεταφορά των ρύπων εκτός του λεκανοπεδίου, οι θερμοκρασιακές αναστροφές που εγκλώβισαν τα αιωρούμενα σωματίδια σε χαμηλό ύψος και η έλλειψη βροχοπτώσεων που λειτουργούν ως «καθαριστές» της ατμόσφαιρας.
Τα έκτακτα μέτρα που πήρε η ΔΕΗ για λίγες μέρες (μείωση της ηλεκτροπαραγωγής, εντατικοποίηση των διαβροχών στα ορυχεία κλπ) λειτουργούν ως …ασπιρίνες σε ένα χρόνιο πρόβλημα υποβάθμισης της περιοχής, αφού σύμφωνα με έρευνα του πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης η υπέρβαση των ρύπων πάνω από τα επιτρεπτά όρια παρατηρείται στο 20% του ετήσιου χρόνου (73 μέρες το χρόνο!) όταν η σχετική νομοθεσία ορίζει το χρονικό αυτό όριο στο μισό.
Σύμφωνα πάντα με την ίδια έρευνα, η ρύπανση οφείλεται κατά 55-60% στη δραστηριότητα της ΔΕΗ στην περιοχή και πιο συγκεκριμένα στη λειτουργία των ορυχείων και των ατμοηλεκτρικών σταθμών (ΑΗΣ), ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό, αφού είναι ένας πρόσθετος επιβαρυντικός παράγων στη συνήθη ρύπανση που υπάρχει σε όλες τις ελληνικές πόλεις.
Η περίπτωση της Πτολεμαΐδας είναι αποκαλυπτική του αδιεξόδου στο οποίο οδηγεί η συνεχιζόμενη ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας από τα στερεά ορυκτά καύσιμα. Η απώλεια μεγάλων εκτάσεων εδάφους από τις συνεχείς εξορύξεις και η αυξημένη ατμοσφαιρική ρύπανση (με δεδομένο ότι η συχνή αλλαγή των ειδικών φίλτρων ανεβάζει κατακόρυφα το κόστος λειτουργίας) είναι ζωτικής σημασίας προβλήματα που μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνο με την άμεση απεξάρτηση τόσο από το λιγνίτη όσο και από το ρυπογόνο πετρέλαιο. Η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (σε μια χώρα πλούσια σε ήλιο και αέρα) αποτελεί μονόδρομο για μια βιώσιμη – περιβαλλοντικά και οικονομικά – ενεργειακή πολιτική, που είναι σήμερα περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία.