Η πρόκληση για την Ελλάδα.
Σημαντικές αποφάσεις έλαβε η Επιτροπή Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα μέσα του παρελθόντος Δεκεμβρίου σχετικά με τις εκπομπές άνθρακα από τα κράτη μέλη. Στο θετικό μέρος των αποφάσεων αυτών περιλαμβάνεται η οριστική απόσυρση 800 εκατομμυρίων δικαιωμάτων εκπομπών από το Χρηματιστήριο Ρύπων από το 2021.
Σε ό,τι αφορά στη χώρα μας, μπλοκάρεται ουσιαστικά η επιδότηση λειτουργίας νέων λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ μέσω των δικαιωμάτων αυτών, κάνοντας τις σχεδιαζόμενες μονάδες στη Δυτική Μακεδονία (Πτολεμαΐδα 5 και Μελίτη ΙΙ) οικονομικά μη βιώσιμες.
Πιο αναλυτικά, για την Ελλάδα προβλέπονται τα παρακάτω, σύμφωνα με ανακοίνωση του WWF Ελλάς:
- Ο ελληνικός τομέας ηλεκτροπαραγωγής θα συνεχίσει να καταβάλλει το αντίτιμο για κάθε τόνο CO2 που εκπέμπει και δεν θα εξαιρεθεί από την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Χωρίς όμως δωρεάν δικαιώματα, η λειτουργία των δύο νέων λιγνιτικών μονάδων, που σχεδιάζει η ΔΕΗ, καθίσταται μη βιώσιμη.
- Η χώρα μας, ειδικά, μπορεί να χρησιμοποιήσει ως και 40% των δικαιωμάτων, που θα λάβει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για τη βελτίωση των ενεργειακών υποδομών της. Από τη χρηματοδότηση αυτή όμως και πάλι αποκλείονται όλες οι λιγνιτικές μονάδες.
- Δημιουργείται ένα πανευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, που αποσκοπεί στην ενίσχυση των περιοχών με μεγάλη εξάρτηση από τον λιγνίτη, όπως η Δυτική Μακεδονία. Στόχος του Ταμείου είναι η στροφή των τοπικών οικονομιών σε βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες και ταυτοχρόνως η παροχή στήριξης των εργαζομένων, που θα πληγούν περισσότερο από τη μετάβαση σε μία οικονομία χαμηλού άνθρακα.
Ενδιαφέροντα είναι επίσης τα στοιχεία, που παραθέτει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), σύμφωνα με τα οποία η σχέση κόστους/οφέλους της νέας μονάδας στην Πτολεμαΐδα (κόστος κατασκευής 1,4 δισ. ευρώ), υπολογίζεται σε 69,87 ευρώ/MWh, ενώ το αντίστοιχο κόστος κάποιων Φωτοβολταϊκών συστημάτων εκτιμάται στα 65-70ευρώ/MWh.
Συνεπώς ένας ακόμα «μύθος» για ακριβές τεχνολογίες των ΑΠΕ αρχίζει να καταρρίπτεται, για να μην υπολογίσουμε και το περιβαλλοντικό κόστος, που π.χ. για την περίπτωση της Πτολεμαΐδας 5 εκτιμάται ότι το 2021, που θα τεθεί σε λειτουργία, θα εκπέμπει κάθε χρόνο 4,6 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα, επιβαρύνοντας δραστικά την υγεία των τοπικών πληθυσμών.
Τα στοιχεία είναι πράγματι αποκαλυπτικά και η πρόκληση για την Ελλάδα είναι εύλογη: Θα ακολουθήσουμε τελικά την «πεπατημένη» με τα μεγάλα κόστη και την τεράστια περιβαλλοντική επιβάρυνση ή θα εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία, που μας δίνεται, να ανασχεδιάσουμε την ενεργειακή μας πολιτική με άξονα τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, μια πολιτική, που αργά αλλά σταθερά προωθείται σε μια σειρά προηγμένων χωρών της Ευρώπης;
Και, επειδή τον τελευταίο καιρό πολλά ακούγονται για τα κοιτάσματα πετρελαίου στο Ιόνιο και τα οφέλη στη χώρα μας, ας βαστάμε μικρό καλάθι! Η πτωτική τάση του προϊόντος στις διεθνείς αγορές, σε συνδυασμό με τη μεγάλη περιβαλλοντική επιβάρυνση από πιθανό «ατύχημα», μας κάνει πολύ επιφυλακτικούς και για αυτή την επιλογή.
Η κατεύθυνση συνεπώς είναι μία: Ακύρωση των νέων λιγνιτικών μονάδων και σταδιακή απεξάρτηση της χώρας μας από τα συμβατικά καύσιμα, με ένα βιώσιμο μεσομακροπρόθεσμο στόχο για καθαρή ενέργεια 100% από ΑΠΕ.
Η Φύση μπορεί- εμείς θέλουμε;