Αρκεί μία βόλτα μέσα στην πόλη μας για να διαπιστώσουμε ότι δεν την γνωρίζουμε και τόσο καλά, καθώς οι ρυθμοί της σύγχρονης ζωής, η μεταμορφώσεις που έχει δεχτεί και η θέασή της όλο και περισσότερο μέσα από τα μέσα μεταφοράς, μας έχουν αποξενώσει από γωνιές, κτίρια, γειτονιές, ανθρώπους και τρόπους ζωής, όπως αυτούς που συναντήσαμε σε μία Κυριακάτικη περιήγησή μας στις συνοικίες της παλιάς Πάτρας, της απάνω πόλης, που είχαν την πρωτοβουλία να διοργανώσουν οι Patrinistas.
Οι περιοχές της πάνω πόλης είναι αυτές που κατοικούνταν και πριν την δημιουργία της νέας πόλης και την εφαρμογή του Σχεδίου Βούλγαρη στα πρώτα μεταεπαναστατικά χρόνια, και καταλάμβαναν την περιοχή γύρω από το Κάστρο φτάνοντας μέχρι και πέρα από την οδό Γούναρη, στη συνοικία της Αγίας Αικατερίνης, γνωστή και ο Γύφτικα, αλλά και τα Προσφυγικά που διαμορφώθηκαν πολεοδομικά τη δεκαετία του `30 για την στέγαση των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής.
Η ιδιαιτερότητα αυτής της περιοχής είναι ότι διατηρεί μνήμες από το μακρινό παρελθόν της πόλης και έχει συνδυάσει το αστικό με το λαϊκό στοιχείο, καθώς κατοικήθηκε σε μεγάλο βαθμό από λαϊκά στρώματα και φιλοξένησε επαγγελματικές δραστηριότητες με παραδοσιακό και λαϊκό χαρακτήρα.
Πολλά από τα χαρακτηριστικά των συνοικιών που βρίσκονται στα νοτιοδυτικά του Κάστρου, προς την οδό Γερμανού, τα Κριτικά, τα Ταμπάχανα, τα Εβραιομνήματα, τα Γύφτικα, τα Γερανέιακα και τα Προσφυγικά, έχουν χαθεί ή αλλοιωθεί τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της οικοδομικής έξαρσης των τελευταίων δεκαετιών ή της εγκατάλειψης από τους παλαιούς κατοίκους.
Διατηρεί όμως η περιοχή πολλά από τα στοιχεία του παρελθόντος και αξίζει να ψάξει κανείς να τα βρει στριμωγμένο ανάμεσα σε στενά και σύγχρονα ογκώδη κτίρια και θα συναντήσει το λαϊκό πνεύμα σε κτίρια, γειτονιές και ανθρώπους.
Ανάμεσα λοιπόν στα μνημεία του παρελθόντος, το Ρωμαϊκό Ωδείο, το Κάστρο, το ναό του Παντοκράτορα, το Παλαιό Δημοτικό Νοσοκομείο και αρκετές αστικές κατοικίες του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, βρίσκονται πολλά κτίρια ταπεινής αρχιτεκτονικής, έργα της ανάγκης και δοχεία ζωής που έχουν το δικό τους ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Έχει γράψει άλλωστε ο Άρης Κωνσταντινίδης πριν από έξι δεκαετίες θέλοντας να αναδείξει την αξία της λαϊκής ανεπίσημης αρχιτεκτονικής, που αναπτύχθηκε μέσα στον ιστό και τις συνοικίες της πόλης σαν μία γνήσια αρχιτεκτονική λειτουργία η οποία είχε βαθιά τις ρίζες τις στην ελληνική παράδοση και στην ανάγκη στέγασης των απλών ανθρώπων: «Μαθαίνουμε την ιστορία της αρχιτεκτονικής σπουδάζοντας τα μνημεία και τους ναούς κάθε περασμένης εποχής που κατά ένα κύριο λόγο δεν είναι παρά γλυπτικά ή ζωγραφικά έργα. Και αγνοούμε, σε αξιολόγηση αρχιτεκτονική, τα πιο φτωχά και πιο λίγο άξια από την άποψη της πλαστικής, επειδή δεν παρουσιάζουνε οπτικό (μονάχα αισθητικό) ενδιαφέρον και επειδή ίσως ακόμη δεν έχουνε κατασκευαστεί παρά μονάχα για μιαν εφημερότητα τόση που να αρκεί για να επιτελέσουνε τον καθαρά αρχιτεκτονικό προορισμό τους: να σταθούνε δηλαδή δοχεία ζωής, πλαίσια μίας προσωπικής ζωής, φθαρτά και περαστικά, όσο και οι διάφορες χρείες και λειτουργίες που δικαιώνουν την ύπαρξή τους».
Θα πρέπει λοιπόν, την ψυχή της Πάτρας να την αναζητήσουμε περιδιαβαίνοντας στους δρόμους και τις συνοικίες της και η ματιά μας να πέσει πάνω σε κτίσματα ταπεινά, να ταξιδέψει σε αυλές με γεράνια και γιασεμί, σε στέγες από κεραμίδια και τοίχους πατιναρισμένους από το πέρασμα του χρόνου, σε πεζούλια και σκαλοπάτια σημαδεμένα από την ανθρώπινη χρήση και παρουσία. H ταπεινότητα αυτών των κατασκευών που πηγάζει από αυτή των ανθρώπων που τις έφτιαξαν και τις βίωσαν, έρχεται σε αντίθεση με την αυθάδεια και την αλαζονεία της σύγχρονης κοινωνίας, που αντικατοπτρίζονται στα περισσότερα σημερινά δημιουργήματα, αντιπροσωπευτικά των πόθων μίας ζωής χωρίς ισορροπίες και μέτρο, χωρίς μνήμες και ανθρωπιά. Αυτές τις μνήμες και την ανθρωπιά που θυσιάζονται στο βωμό της όποιας πρακτικής και κερδοφόρας αντίληψης, αναζητήσαμε και βρήκαμε ακόμη ζωντανές σε κάποια στενά της απάνω πόλης, κάτω από το Κάστρο και γύρω από την οδό Γερμανού, τα Κρητικά, τα Ταμπάχανα, την Αγία Αικατερίνη και τα Προσφυγικά.
Εκεί, στα κτίρια αυτά, έχει καταγραφεί το μεράκι και ο μόχθος του ανώνυμου τεχνίτη, το γέλιο και το κλάμα, η ανάσα και ο ιδρώτας όσων τα κατοίκησαν, στα σημάδια που άφησε το πέρασμα του χρόνου στο σκαμμένο από την βροχή και τον ήλιο ξύλο, στη ροδαλή σκουριά του μαντεμιού, την αδρή επιφάνεια της πέτρας και του ξεθωριασμένου σοβά, όπου πάνω τους έχουν γαντζωθεί τα ίχνη και οι μνήμες μιας ζωής, που γλιστρούν, φεύγουν και χάνονται πάνω στις λείες επιφάνειες του αλουμίνιου, του πλαστικού και του μπετόν.
Όλα αυτά αν και συχνά εγκαταλειμμένα και αχρησιμοποίητα, διατηρούν μέσα τους ζωή, αλλάζουν όψη και υφή κάθε στιγμή της ημέρας, καθώς ο ήλιος παίζει μαζί τους ένα αέναο εικαστικό παιχνίδι και αποκτούν μία αυτονομία, αφού από απλά πατζούρια, πέτρινα πεζούλια, κάγκελα, ρόπτρα και τζινέτια, μεταβάλλονται σε οντότητες που έχει το καθένα τη δική του ιστορία να διηγηθεί.
Και ποιος ο λόγος, σήμερα που τα πάντα σαρώνονται, να συγκινούμαστε από αυτές τις αρχιτεκτονικές μορφές;
Απάντηση τα λόγια του Κωνσταντινίδη: «Να αρκεστούμε στην αλήθεια της ουσίας και της κατασκευής, δουλεύοντας για την εφημερότητα και όχι για τη μνημείωση των λειτουργιών της ζωής, που στέκουν τρεχούμενες και περαστικές, γι’ αυτό βέβαια και όλο ομορφιά και χάρη».
Ξενοφών Αργ. Παπαευθυμίου.