Πλούσια και πολύτιμη φτάνει τα 6.600 είδη και υποείδη.
Είναι γνωστό ότι η ελληνική χλωρίδα, από τα μεγάλα κωνοφόρα ως τα ταπεινά «χασμόφυτα» των σχισμών των βράχων στα βουνά μας, είναι ανάμεσα στις πλουσιότερες στον κόσμο. Η χώρα μας ως σταυροδρόμι ηπείρων, αλλά και ως κατεξοχήν χώρα πολύμορφης γεωγραφίας, διαθέτει όλη τη γκάμα των οικοτόπων από ημιερημικά τοπία μέχρι αλπικές ζώνες και από ζεστές λιμνοθάλασσες μέχρι ορεινές λίμνες. Φυσικό επακόλουθο είναι να βρουν κατάλληλους οικολογικούς «θώκους» χιλιάδες φυτών, πολλά από τα οποία είναι παγκοσμίως σπάνια και άλλα ενδημικά, απαντούν δηλαδή μόνο σε περιοχές της χώρας μας.
Τα χαρακτηριστικά αυτά της ελληνικής χλωρίδας είχαν ήδη από την εποχή της τουρκοκρατίας γίνει αντιληπτά και φυσιοδίφες και περιηγητές κατέγραψαν αρκετά είδη. Μια πλήρης όμως (όσο είναι βάσιμα δυνατόν να εκτιμηθεί – πάντα μπορεί να βρεθεί κάποιο σπάνιο είδος ακόμη) καταγραφή της ελληνικής χλωρίδας δεν είχε γίνει. Αυτό το σημαντικό, όχι μόνο για τους επιστήμονες του πεδίου αλλά και για των πλήθος των φίλων της ελληνικής χλωρίδας, ολοκληρώθηκε πρόσφατα. Ο ανεκτίμητος χλωριδικός μας πλούτος, μαζί με τα υποείδη, φτάνει τον αριθμό των 6.600.
Ακολουθεί ανακοίνωση του Βιολογικού Τμήματος του πανεπιστημίου Πατρών που μιλάει αναλυτικά για το σημαντικό αυτό επιστημονικό επίτευγμα. Και οικολογικό, βεβαίως, μια και απαραίτητος όρος για την προστασία της βιοποικιλότητας είναι η επιστημονική της καταγραφή.
Επί τέλους!!!! Ένα όνειρο γενεών βοτανικών και λατρών της Ελληνικής φύσης γίνεται πραγματικότητα και ένα βασικό ερώτημα «Πόσα είδη φυτών απαντούν στον Ελληνικό χώρο;» μπορεί πια να έχει μια απάντηση.
Στα πλαίσια του 13ου Επιστημονικού συνεδρίου της Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας, που έλαβε χώρα στις αρχές του μήνα (3-6/10/2013) στη Θεσσαλονίκη, ανακοινώθηκε και επίσημα η ολοκλήρωση του ερευνητικού έργου που αφορούσε στην καταγραφή του συνόλου των φυτικών ειδών που απαντούν στον Ελληνικό Χώρο (Ελληνική Χλωρίδα).
Η Σχετική προσπάθεια ξεκίνησε στα μέσα του 2010, ως μια πρωτοβουλία της Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας και του τότε προέδρου της Καθ. Δημόπουλου Παν., με τη συγκρότηση μιας οκταμελούς «πολυεθνικής ομάδας (επιτροπής)» από εκπροσώπους Ελληνικών και άλλων Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων με σημαντικό ερευνητικό έργο και μακρόχρονη εμπειρία στη μελέτη της Ελληνικής Χλωρίδας.
Συγκεκριμένα μέλη της παραπάνω επιτροπής και συγγραφείς του σχετικού έργου είναι οι:
Δημόπουλος Π., Καθ. Πανεπιστημίου Δυτικής Ελλάδος (Αγρίνιο), σήμερα Παν. Πάτρας, ως συντονιστής
Bergmeier Ervin, Prof. University of Gottingen, Germany
Ιατρού Γρηγόριος, Καθ. Πανεπιστημίου Πάτρας
Κοκκίνη Στέλλα, Καθ. Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Κωνσταντινίδης Φάνης, Επ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Raus Thomas, Prof. Free University of Berlin, Germany
Strid Arne, Prof. University of Lund, Sweden & University of Copenhagen, Denmark
Τζανουδάκης Δημήτριος, Καθ. Πανεπιστήμιου Πάτρας
Στόχος των συγγραφέων ήταν να συγκεντρώσουν, να αξιολογήσουν και να επικαιροποιήσουν όλη τη διαθέσιμη πληροφορία από τη βιβλιογραφία, τις Βοτανικές συλλογές (Μουσεία) και τις σχετικές βάσεις δεδομένων, να καλύψουν τα όποια σχετικά κενά και στη συνέχεια να συντάξουν τον κατάλογο των ειδών τα οποία συγκροτούν την πλούσια και μοναδική Ελληνική Χλωρίδα.
Μετά από 3 χρόνια σκληρής, μεθοδικής, και καθαρά εθελοντικής δουλειάς, στις αρχές του επόμενου μήνα θα έχουμε στα χέρια μας ένα επιμελημένο τόμο 370 σελίδων, ο οποίος θα περιλαμβάνει όχι μόνο ένα κατάλογο με τα ονόματα των 5.752 ειδών (6.600 μαζί με τα σχετικά υποείδη), τα οποία έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα από τον ελληνικό χώρο, αλλά και σημαντικές άλλες πληροφορίες που σχετίζονται με τη γεωγραφική κατανομή των παραπάνω ειδών στις διάφορες περιοχές της Ελλάδος, τις οικολογικές τους απαιτήσεις κ.α. καθώς και ένα παράρτημα από έγχρωμες φωτογραφίες ενός σημαντικού αριθμού ειδών αντιπροσωπευτικών της Ελληνικής φύσης.
Το σχετικό έργο, μετά από σχετικές διαπραγματεύσεις, θα εκδοθεί από τον οργανισμό εκδόσεων του Βοτανικού Κήπου / Βοτανικού Μουσείου του Πανεπιστημίου του Βερολίνου ως μια από κοινού έκδοση με την Ελληνική Βοτανική Εταιρεία, υπό τον Τίτλο: «The Vascular plants of Greece: An annotated checklist» και αναμένεται να κυκλοφορήσει στις αρχές του επόμενου μήνα. Στην Ελλάδα θα διατίθεται από την Ελληνική Βοτανική Εταιρεία, σε τιμή κόστους, με τα σχετικά έσοδα να παραμένουν στην Εταιρεία για την ενίσχυση των στόχων της.
Σημειώνεται ότι, παρά την πλούσια και ενδιαφέρουσα χλωρίδα της, η Ελλάδα παρέμενε από τις λίγες Ευρωπαϊκές και Μεσογειακές χώρες που στερούνταν ενός τέτοιου σύγχρονου έργου, μια και το πλέον πρόσφατο σχετικό ήταν αυτό του Ελβετού Βοτανικού Halacsy, που δημοσιεύτηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όταν τα προς βορά σύνορα της χώρας βρίσκονταν στη Θεσσαλία. Βέβαια η καθυστερημένη εμφάνιση ενός τέτοιου έργου αντανακλά τόσο στις δυσκολίες του όσο και στο γεγονός ότι για μια σειρά ετών στο παρελθόν το φυσικό περιβάλλον και τα στοιχεία του δεν ήταν στις προτεραιότητες της Ελληνικής πολιτείας.
Με αφορμή τη δημοσίευση του σχετικού έργου θα πρέπει να τονιστεί ότι σε πείσμα των όσων περί του αντιθέτου διαδίδονται για την έρευνα στην Ελλάδα, και τη δυσχερή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τα Ελληνικά Πανεπιστήμια από τις περικοπές των προϋπολογισμών τους και όχι μόνο, εξακολουθούν να παράγουν ερευνητικό έργο υψηλής στάθμης, να τυγχάνουν αναγνώρισης και να αναπτύσσουν συνεργασίες σε διεθνές επίπεδο, και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη παράγοντας ερευνητικό έργο που συνδέει τον ακαδημαϊκό χώρο με την παραγωγική διαδικασία. Και αυτό γιατί το σχετικό έργο δεν απευθύνεται μόνο στους ερευνητές της Ελληνικής χλωρίδας αλλά και σε όσους ασχολούνται με την προστασία του περιβάλλοντος, τη διαχείριση των φυσικών πόρων, τις μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, τον καθορισμό των χρήσεων γης, τις εναλλακτικές μορφές τουρισμού κ.α.
Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί ο ιδιαίτερα σημαντικός, άμεσος και έμμεσος, ρόλος του Τομέα Βιολογίας φυτών στην ολοκλήρωση του σχετικού έργου. Άμεσος, με την έννοια ότι οι 4 από τους 5 έλληνες συγγραφείς του έργου είτε είναι εν ενεργεία καθηγητές του είτε εργάστηκαν για μεγάλο ή μικρότερο χρονικό διάστημα σε αυτόν. Έμμεσος δε, με την έννοια ότι από την ίδρυσή του το εργαστήριο Βοτανικής του πανεπιστημίου Πάτρας έχει επιλέξει ως πρωταρχική ερευνητική του δραστηριότητα την εξερεύνηση και τη μελέτη της ελληνικής χλωρίδας καταγράφοντας τη χλωρίδα νησιωτικών και ηπειρωτικών περιοχών της Χώρας και μελετώντας σημαντικά φυτικά γένη της Ελληνικής χλωρίδας εμπλουτίζοντας έτσι τη σχετική βιβλιογραφία και τις Βάσεις δεδομένων από όπου και αντλήθηκαν τα απαραίτητα για την ολοκλήρωση του σχετικού έργου στοιχεία.
Δημήτριος Τζανουδάκης
Καθηγητής Πανεπιστημίου Πάτρας
Διευθυντής του Τομέα Βιολογίας Φυτών