Νέο, φιλόδοξο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια

Σημαντικά αυξημένη φιλοδοξία έχει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα σε σχέση με το προηγούμενο, που είχε κατατεθεί ένα χρόνο πριν. Οι στόχοι του για το 2030 ξεπερνούν ακόμα και εκείνους της ΕΕ, που υιοθετήθηκαν αναβαθμισμένοι πέρυσι.

 

Πέρα από την ιστορικής σημασίας πλήρη απεξάρτηση από το λιγνίτη μέσα σε 9 χρόνια, 2 σημεία ξεχωρίζουν:

 

  1. Είναι εντυπωσιακή η μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας το 2030 κατά 38,5% σε σχέση με όσα προβλέπονταν (για το 2030) το 2007.

 

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μέχρι την άνοιξη του 2017 η τότε κυβέρνηση υποστήριζε (πανευρωπαϊκό!) στόχο εξοικονόμησης 27%, στη συνέχεια μη-δεσμευτικό 30%, για να αναγκαστεί να αποδεχτεί το 2018 την απόφαση σε επίπεδο ΕΕ για στόχο 32,5% ο οποίος και υιοθετήθηκε στο προηγούμενο ΕΣΕΚ.

 

Τα απόλυτα μεγέθη είναι εντυπωσιακά: η μείωση της ετήσιας κατανάλωσης το 2030 θα είναι 1,8 εκατομμύρια τόνοι ισοδύναμου πετρελαίου σε σχέση με το προηγούμενο ΕΣΕΚ και 3,2 εκατομμύρια τόνοι, αν είχε παραμείνει ο στόχος 27%. Στα θετικά το ότι το νέο ΕΣΕΚ προβλέπει τη μετατροπή 600 χιλιάδων κτηρίων σε σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας μέσα στα επόμενα 10 χρόνια.

 

  1. Η εγκατάλειψη του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή είναι που κυρίως οδηγεί στην εντυπωσιακή μείωση των εθνικών εκπομπών κατά 42% το 2030 σε σχέση με το 1990 (σε σύγκριση με μόλις 32% του προηγούμενου ΕΣΕΚ). Η ηλεκτροπαραγωγή όμως από φυσικό αέριο θα παραμείνει περίπου στα σημερινά επίπεδα.

 

Η διατήρηση του φυσικού αερίου έχει ως αποτέλεσμα το 2030 να προβλέπονται μόλις 18,9 GW ΑΠΕ (από κάπου 10 GW σήμερα, τα 3,4 GW των οποίων είναι τα υφιστάμενα υδροηλεκτρικά) και στο σύνολο της οικονομίας, το 65% της ενεργειακής μας κατανάλωσης θα εξακολουθεί να καλύπτεται από πετρέλαιο και φυσικό αέριο, σε σχέση με 69% στο προηγούμενο ΕΣΕΚ.

Αν θέλουμε επομένως να προχωρήσουμε σε μια τροχιά πραγματικής απανθρακοποίησης, πέρα και από το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, θα πρέπει τα επόμενα 10 χρόνια να εγκαταστήσουμε σαφώς περισσότερα από τα 8,8 GW νέων ΑΠΕ, που προβλέπει το νέο ΕΣΕΚ για το 2020-2030.

Πιο συγκεκριμένα το ΕΣΕΚ προβλέπει 3,4 GW νέων αιολικών, 4,7 GW νέων φωτοβολταϊκών και 0,1 GW ηλιοθερμικών.

 

Προβλέπει επίσης και 0,35 GW νέων υδροηλεκτρικών προεξοφλώντας τη λειτουργία όχι μόνο του Μετσοβίτικου και του Αυλακίου, αλλά και της Μεσοχώρας (0,16 GW), αφήνοντας μάλιστα και χώρο για σχεδόν 80 MW μικρών υδροηλεκτρικών, κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό, καθώς τέτοια έργα έχουν πολύ σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις για πολύ μικρό όφελος.

Το ΕΣΕΚ προβλέπει επίσης 0,2 GW από βιομάζα-βιοαέριο, μια τεχνολογία, που σίγουρα έχει μεγαλύτερο περιθώριο, όπως επίσης έχει (σε μικρότερο όμως βαθμό) και η γεωθερμία, για την οποία προβλέπονται 0,1 GW.

 

Με λίγα λόγια: για το περιβαλλοντικό κίνημα είναι αυτονόητο το αίτημα για σαφώς πάνω από 8,8 GW νέων ΑΠΕ την επόμενη δεκαετία, μαζί με κατάλληλη νέα ισχύ αποθήκευσης, και πρέπει επιτέλους να ανοίξει σοβαρά, νηφάλια και συγκεκριμένα η συζήτηση για το τι ακριβώς μείγμα ΑΠΕ θέλουμε και σε ποιες περιοχές αυτές να εγκατασταθούν.

Ταυτόχρονα, είναι κρίσιμο να εξασφαλιστεί πως όλες οι επιμέρους τομεακές πολιτικές και στρατηγικές (π.χ. μεταφορές, οικοδομή, χρήσεις γης) θα πρέπει να προσαρμοστούν, ώστε να συνάδουν με τον ήδη σχετικά φιλόδοξο εθνικό στόχο μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας.

Κείμενο του Τάσου Κρομμύδα