Για μικρούς…
Κάποτε σ’ ένα μακρινό μέρος, σ’ έναν πολύ όμορφο πύργο, ζούσε μια γυναίκα με την κόρη της, που την έλεγαν Αμυγδαλέα.
Από το φθινόπωρο έως αργά την Άνοιξη, η Αμυγδαλέα ήταν κλεισμένη στον πύργο και ποτέ μα ποτέ, δεν της επέτρεπε η μητέρα της να βγει, γιατί στα μέρη τους ο Χειμώνας ήταν πολύ βαρύς κι εκείνη πολύ ντελικάτη για να τον αντέξει! Ο πύργος είχε μεγάλα παράθυρα και το κορίτσι περνούσε πολλές ώρες κοιτάζοντας έξω, άλλοτε τη λιακάδα με την πολλή παγωνιά – κι εκεί ήλιο με δόντια το ’λεγαν – άλλοτε τη βροχή, πότε ήρεμη και πότε άγρια καταιγίδα, άλλοτε τους αέρηδες, κάποτε απαλά αγέρια και κάποτε μανιασμένα θεριά, να θέλουν να ξεριζώσουν τα πάντα στο διάβα τους! Δεν την πολυένοιαζε που δεν έβγαινε έξω, γιατί δεν υπήρχαν έτσι κι αλλιώς άλλα παιδάκια να παίξει, έπαιζε με τα παιχνίδια της στη ζεστασιά του σπιτιού της.
Η Αμυγδαλέα τούτο το χειμώνα ήταν δεκαπέντε χρονών και είχε ξεπεταχτεί από παιδούλα σε δεσποινίδα όλο ομορφιά και χάρη, με το λεπτό της κορμάκι, τα κατάξανθα μαλλάκια της με το εκφραστικό της προσωπάκι που του έδιναν φως τα δυο μελιά της μάτια! Η Αμυγδαλέα τούτο τον χειμώνα δεν ήταν ευχαριστημένη ούτε από τα παιχνίδια της, ούτε από τη συντροφιά της μαμάς της. Μια σκιά, θα ’λεγε κανείς, σκίαζε τα μάτια της… Ξαφνικά ο πύργος τής φάνηκε φυλακή και το μόνο που την ευχαριστούσε, κάπως, ήταν να κοιτάζει από τα μεγάλα παράθυρα, χωρίς, όμως, να βλέπει τίποτα… Η ψυχή της ήταν κρύα, τα τζάκια δεν την ζέσταιναν πια!
Στα μέρη εκείνα ο πιο συχνός άνεμος ήταν ο Βοριάς, πολύ κρύος, τα πάντα πάγωναν στο πέρασμά του. Κάποια μέρα είδε την Αμυγδαλέα στο παράθυρό της και την ερωτεύτηκε! Τότε πήρε ανθρώπινη μορφή, γιατί ποια θα ερωτευόταν ποτέ έναν ανεμοδούρα και έγινε ένα παλικάρι ίσαμε ’κει πάνω, γλυκός και ντελικάτος κι άρχισε το βολτάρισμα έξω από τα παράθυρα του κοριτσιού, το κορίτσι πάλι μάτια είχε κι έβλεπε, τον πρόσεξε και με μιας ο κόσμος της γέμισε με φως, ζεστασιά και ομορφιά… τον ερωτεύτηκε κι αυτή ! ΚΙ άρχισε το …πίτσι- πίτσι!
– Άνοιξε το παράθυρό σου, είπε ο Βοριάς.
– Δεν το επιτρέπει η μαμά μου, είπε το κορίτσι.
– Σ’ αγαπώ, θέλω να γίνεις γυναίκα μου!
Τρέχει να πει τα νέα στη μαμά της:
– Μαμά, ένα αγόρι θέλει να με παντρευτεί!
-Ποιος είναι, πώς τον λένε, από πού είναι, τι οικογένεια έχει, τι δουλειά κάνει;
-Δεν ξέρω, μαμά, αλλά τον αγαπώ!
-Μα είναι χειμώνας, πώς θα βγεις έξω, θα παγώσεις, περίμενε να έρθει η άνοιξη και βλέπουμε.
Η μάνα δεν κλείδωσε τις πόρτες, κι άλλωστε τι νόημα θα είχε!
Την άλλη μέρα που φάνηκε ο νέος, η μικρή, δεν δίστασε στιγμή, άνοιξε την πόρτα και ντυμένη όπως ήταν με το κατάλευκο, αέρινο φόρεμά της, έτρεξε να πέσει στην αγκαλιά του καλού της! Ο Βοριάς την αγκάλιασε με ορμή, αλλά πόσο δίκιο είχε η μαμά της… Εκείνος τόσο κρύος κι εκείνη τόσο άμαθη και ντελικάτη, η αγκαλιά του έγινε ο θάνατός της… Το κορμάκι της έγινε ένα κρυστάλλινο άγαλμα!
Ο Βοριάς παραλόισε, να κάνει κακό σ’ ό,τι αγαπούσε περισσότερο; Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του και έπεφταν στο άψυχο κορμί της και αυτά τα δάκρυα τη μεταμόρφωσαν σε φυτό, τη γνωστή μας Αμυγδαλιά, που κάθε χρόνο βιάζεται να ανταμώσει τον αγαπημένο της κι ανθίζει, νυφούλα ίδια, καταχείμωνο, και ’κείνος πάντα και άθελά του, βιαστικός και κρύος την καταστρέφει!
…και για μεγάλους
Είναι δέντρο της οικογένειας των ροδιδών και καλλιεργείται για καλλωπιστικούς και διατροφικούς σκοπούς. Η καταγωγή της χάνεται στα βάθη των αιώνων και το κοινότερο είδος είναι η prunus dultsis.