Αρχές Οκτωβρίου κι η πρωινή αύρα του Πατραϊκού δρόσισε ευεργετικά τα κορμιά μας μέχρι που επιβιβαστήκαμε στα λεωφορεία, δύο τον αριθμό, και κινήσαμε για την διήμερη εκδρομή που πραγματοποιήθηκε στις 4 και 5 του μήνα με προορισμό την Μεσσηνιακή γη.
Τα φαιδρά πρόσωπα των συμμετεχόντων συνέβαλαν στην δημιουργία ευχάριστης ατμόσφαιρας. Με την γύρω φύση ντυμένη στα φθινοπωρινά και με τα τοπωνύμια να ανακαλούν μνήμες, φτάσαμε στην Ζαχάρω, όπου σταθήκαμε να πάρουμε μια ανάσα.
Κατόπιν, με τον ήλιο να μας ρίχνει κλεφτές ματιές πίσω από τα σύννεφα οδεύσαμε προς την ενδοχώρα της Μεσσηνίας. Κοντά στην αρχαία Μεσσήνη, η θέα του πληγωμένου από την καλοκαιρινή πυρκαγιά τοπίου μάτωσε την ψυχή μας! Διαβήκαμε την επιβλητική Αρκαδική Πύλη του τείχους της πόλης – η Λακωνική δεν σώζεται – το οποίο είχε μήκος 9,5 χιλιομέτρων και ήταν χτισμένο με ασβεστολιθικές ορθογώνιες πέτρες λατομημένες στην Ιθώμη.
Στις δυτικές παρυφές του χωριού Μαυρομμάτι αποβιβαστήκαμε έξω από το Αρχαιολογικό Μουσείο και με τους ξεναγούς μας κατευθυνθήκαμε προς τον αρχαιολογικό χώρο της Μεσσήνης, η οποία ιδρύθηκε το 369 π.Χ. από τον Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα και πήρε το όνομά της από την βασίλισσα Μεσσήνη.
Η Μεσσήνη, μια από τις σημαντικές σε μέγεθος, μορφή και διατήρηση πόλεις της αρχαιότητας είναι οικοδομημένη βάσει του ιπποδαμείου πολεοδομικού συστήματος, το οποίο, άκρως γεωμετρικό, προσαρμόστηκε κι εδώ στις γεωμορφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες του τόπου. Ο τρόπος οικοδόμησης της πόλης εκφράζει την βασική ιδέα του εν λόγω συστήματος, η οποία πηγάζει από το ιδεώδες της Δημοκρατίας, όπου όλοι οι πολίτες έχουν ισομεγέθη και εξίσου κατάλληλα οικόπεδα καθώς και πρόσβαση στα δημόσια και ιερά οικοδομήματα, τα οποία επιβάλλονται με τις διαστάσεις τους και τον πλούσιο διάκοσμο.
Στην Μεσσήνη, η οποία είχε οικοδομηθεί μ’ αυτή την αντίληψη, ξεναγηθήκαμε και μεταφερθήκαμε νοερά στην εποχή της ακμής και σε ό,τι ακολούθησε την εγκατάλειψή της. Είδαμε το Θέατρό της που παρουσιάζει οικοδομικές καινοτομίες και την δημόσια κρήνη Αρσινόη· την Αγορά και το Ασκληπιείο που συγκέντρωναν την δημόσια ζωή της πόλης· το Εκκλησιαστήριο, το Πρόπυλο, το Βουλευτήριο, τον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος, το Στάδιο, το Γυμνάσιο, το Ηρώο,…
Η ξενάγησή μας ολοκληρώθηκε με την επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου η ψυχή μας τέρφθηκε με ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, η οποία άρχισε το έργο της με ενδιάμεσα διαλείμματα το 1895 και από το 1986 μέχρι σήμερα τελεί υπό την αιγίδα του καθηγητή Πέτρου Θέμελη.
Με εικόνες από τον αρχαιολογικό χώρο και με την θέαση των απέραντων ελαιώνων της Μεσσηνιακής γης, και όχι μόνο, αφιχθήκαμε στην Καλαμάτα, όπου ο καθένας διέθεσε, όπως επιθυμούσε, το απόγευμα και την νύχτα του.
Το πρωί αφήσαμε πίσω μας την όμορφη Καλαμάτα και περνώντας μέσα από χωριά και καρπερά χωράφια φτάσαμε στο χωριό Χαραυγή κι από κει πεζοπορώντας κατευθυνθήκαμε προς το Πολυλίμνιο. Η φύση μάς καλωσόριζε δείχνοντάς μας τα κάλλη της! Κατάφορτες από καρπό ελιές και ροδιές, ταπεινά κυκλάμινα ή άλλα αγριολούλουδα που πρόβαλλαν όλο ζωντάνια μετά την κάψα του καλοκαιριού και ποικιλόχρωμα φυλλώματα των δένδρων έστηναν το σκηνικό, το οποίο μας μάγευε σε τούτη την διαδρομή.
Πορευόμασταν σε κατωφερή δρόμο, όταν έφτασε στ’ αφτιά μας ο ήχος των υδάτων που κυλούσαν στην καρδιά του φαραγγιού. Όσο πλησιάζαμε, το δροσερό αεράκι που κατέβαινε από ψηλά χάιδεψε το ιδρωμένο πρόσωπό μας και το κορμί μας αναρρίγησε. Είχαμε φτάσει στο Πολυλίμνιο! Το τοπίο του, όπως το διαβαίναμε ανηφορίζοντας, έφερνε στον νου αναγεννησιακά τοπία! Νύμφες δεν είδαμε, αλλά ετούτους τους τόπους, κάποτε, πολλές απ’ αυτές θα τους είχαν διαλέξει για διαμονή τους! Μπορεί και σήμερα να ζουν εκεί, αλλά δεν έχουμε μάτια για να δούμε την ομορφιά τους κι αφτιά για ν’ αφουγκραστούμε τα τραγούδια τους! Μιλά, όμως, γι’ αυτές η γαλαντομία της φύσης που μας χάρισε ετούτον τον παράδεισο! Τον αρχέγονο παράδεισο του Πολυλιμνίου, που σοφά πήρε το όνομα από τις πολλές λίμνες – δεκαπέντε τον αριθμό – εκ των οποίων άλλες προσφέρουν εύκολη πρόσβαση στον επισκέπτη κι άλλες κρατούν κρυμμένες τις ομορφιές τους για λίγους τολμηρούς που θα προσπαθήσουν με κόπο να τις διαβούν! Βέβαια, και εμάς που ακολουθήσαμε την πεπατημένη οδό δεν μας άφησαν παραπονεμένους.
Η ανάβαση κάτω από τον δασύ ίσκιο, που εδώ κι εκεί επέτρεπε σε κάποιες ακτίνες του ήλιου να περνούν και να φωτίζουν το τοπίο και τα νερά που κελάρυζαν δίπλα μας, μας έδεναν σχεδόν αταβιστικά με τον χώρο. Τα μάτια μας δεν χόρταιναν την ομορφιά κι ο νους, γητεμένος, μας έκανε ποιητές!
Και να ’σου η Καδούλα, η μικρή λαξευτή στην κοίτη του ρεύματος λιμνούλα με τα γαλαζοπράσινα νερά, προπομπός της μεγαλύτερης, της Κάδης, μας μάγευε και θελκτικά μας έλκυε να την απολαύσουμε. Την απολαύσαμε, όχι, ίσως, όσο θα θέλαμε, μια κι η ομορφιά δεν χορταίνεται, όσο κι αν την αντικρίζεις! Ο ήχος του μεγάλου καταρράκτη που χύνεται από ύψος είκοσι μέτρων στα βαθιά νερά της Κάδης μάς καλούσε ως άλλη Σειρήνα. Ανταποκριθήκαμε στο κάλεσμά της και σε λίγο καθρεφτιζόμασταν στα διάφανα νερά κι απολαμβάναμε την θέα του καταρράκτη της που και τα δυο προσφέρονταν αφειδώλευτα να μας φιλοξενήσουν στην δροσερή αγκάλη τους, να πάρουμε δυνάμεις και ν’ αναγεννηθούμε!
Αρκεστήκαμε στην απόλαυση της ομορφιάς και των ήχων! Με την ψυχή μας πλέρια απ’ όλα ετούτα πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, ο οποίος αρχικά μας έφερε στον Άγιο Φλώρο, δίπλα σε μια από τις πηγές του Πάμισου, όπου γευτήκαμε νόστιμα εδέσματα και με ενδιάμεση ανάπαυλα στην Ζαχάρω επιστρέψαμε στην βάση μας χαρούμενοι και ήδη ψυχανεμιζόμασταν καινούργια ταξίδια!
Παναγιώτα Π. Λάμπρη