ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗ ΒΟΥΝΤΕΝΗ

D3Τον εξαιρετικά αξιόλογο Μυκηναϊκό οικισμό της Βούντενης θα επισκεφθούμε όπου και θα ξεναγηθούμε την Κυριακή 13 Απριλίου. Το ραντεβού μας θα είναι ………. (χώρος συνάντησης). Οι Πατρινίστας συναντήθηκαν κατευθείαν μπροστά στο χώρο ενώ ο Σύλλογος ΟΤΕ μπροστά στο Ολύμπιο και μετά πήγαν όλοι μαζί επάνω). Στις 10 (;) το πρωί

 

Ο μυκηναϊκός οικισμός της Βούντενης αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εγκαταστάσεις της λεγόμενης περιφέρειας του Μυκηναϊκού κόσμου. Όπως αποδείχτηκε από τις ανασκαφικές έρευνες που έγιναν τόσο στον οικισμό όσο και στο νεκροταφείο, η ζωή του οικισμού διήρκεσε σχεδόν πεντακόσια χρόνια (1500-1000 π.Χ.). Η Βούντενη, και ειδικότερα το πλάτωμα Μπόρτζι, είχε όλες τις προϋποθέσεις που ήταν αναγκαίες όχι μόνο για την ίδρυση, αλλά και για την επιβίωση – για  μεγάλο χρονικό διάστημα – μιας μυκηναϊκής εγκατάστασης.


Ο οικισμός στη θέση Μπόρτζι αποτελούσε τον κεντρικό πυρήνα και σε περίπτωση κινδύνου «καταφύγιο», μιας πλειάδας άλλων μικρότερων συνοικισμών που ήσαν αναπτυγμένοι στα πεδινά τμήματα της ευρύτερης περιοχής. Οικοδομικά στοιχεία αυτών των συνοικισμών έχουν αποκαλυφθεί σε διάφορα σημεία κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών. Αν και η έρευνα δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, εκτός των μυκηναϊκών οικοδομικών καταλοίπων, έχουν αποκαλυφθεί και ορισμένα που χρονολογούνται από την αρχαϊκή έως την κλασική περίοδο.


Η μυκηναϊκή εγκατάσταση της Βούντενης, είχε πρόσβαση σε πλούσιες πεδινές και ορεινές περιοχές, ικανές να προσφέρουν αυτάρκεια προϊόντων για τη διαβίωση των κατοίκων της. Μεγάλες και εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις υπήρχαν στα πεδινά και παράκτια τμήματα, ενώ τα πρανή του Παναχαϊκού όρους προσφέρονταν για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, του κυνηγιού καθώς και τον προσπορισμό άφθονης δομικής και ναυπηγικής ξυλείας από τα δάση της περιοχής.


Νοτιοανατολικά του οικισμού, στο χώρο εκείνο που σήμερα είναι γνωστός με τα τοπωνύμια Αγραπιδιά και Αμυγδαλιά, βρίσκεται το νεκροταφείο του μυκηναϊκού οικισμού που καταλαμβάνει έκταση περίπου 30 στρεμμάτων και είναι οργανωμένο σε επάλληλα άνδηρα ύψους 2-4 μ., τα δε όριά του συμπίπτουν με εκείνα του μαλακού μαργαρικού πετρώματος που ήταν απαραίτητο για τη διάνοιξη των θαλαμωτών τάφων.