Του Πάρη Βασιλακόπουλου*
Tα αλιευτικά αποθέματα στη Μεσόγειο μειώνονται σταθερά την τελευταία εικοσαετία, την ίδια στιγμή που σε άλλες αλιευτικές περιοχές της Ευρώπης καταγράφονται ελπιδοφόρες τάσεις αποκατάστασης των πληθυσμών.
Αυτό είναι το βασικό εύρημα εργασίας του υπογράφοντος σε συνεργασία με τους Χρήστο Μαραβέλια και Γιώργο Τσερπέ, ερευνητές στο ΕΛΚΕΘΕ (Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών). Η εργασία δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο στο επιστημονικό περιοδικό Current Biology με τίτλο «The Alarming Decline of Mediterranean Fish Stocks».
Πιο συγκεκριμένα, τα Ευρωπαϊκά αλιευτικά αποθέματα του βορειοανατολικού Ατλαντικού δείχνουν σημάδια ανάκαμψης την τελευταία δεκαετία χάρη στη λήψη κατάλληλων διαχειριστικών μέτρων που μείωσαν την αλιευτική πίεση. Παράλληλα, στις αλιευτικές περιοχές της ευρωπαϊκής Μεσογείου, κατά το διάστημα 1990-2010 η αλιευτική πίεση αυξάνεται σταθερά, η αλίευση γόνου εντείνεται και τα αποθέματα συρρικνώνονται.
Η μελέτη, που χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από την Ε.Ε., αφορά σε 42 πληθυσμούς 9 ειδών από όλη τη Μεσόγειο, τόσο μικρών πελαγικών (γαύροι, σαρδέλες) όσο και βενθικών (π.χ. μπακαλιάροι, κουτσομούρες, μπαρμπούνια). Τα τελευταία εμφανίστηκαν πιο ευάλωτα, μιας και ζουν κοντά στον πυθμένα και αλιεύονται σε μεγάλες ποσότητες από μηχανότρατες, ενώ παράλληλα η γεννητική τους ωρίμανση καθυστερεί περισσότερο σε σχέση με τα μικρά πελαγικά. Από τα ευρήματά της έρευνας, δεδομένου ότι τόσο η περιοχή του ΒΑ Ατλαντικού όσο και αυτή της ευρωπαϊκής Μεσογείου υπάγονται στη ρύθμιση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, προκύπτει το ερώτημα:
Γιατί είναι η κατάσταση τόσο καλύτερη στον ευρωπαϊκό Βορρά απ’ ό,τι στο Νότο;
Τα αίτια του προβλήματος
Ένας βασικός λόγος αφορά στη δομή του αλιευτικού στόλου στη Μεσόγειο, σε συνδυασμό με την εκτεταμένη και σύνθετη ακτογραμμή της. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα, και στη Μεσόγειο ευρύτερα, υπάρχει τεράστιος αριθμός μικρών αλιευτικών, τα οπoία ξεφορτώνουν την ψαριά τους όχι μόνο σε ιχθυόσκαλες, όπου μπορεί να καταγραφεί, αλλά και σε ταβέρνες, μικρές μαρίνες, μικρά νησιά κ.ο.κ. Στις βόρειες χώρες τα αλιευτικά είναι συγκριτικά λιγότερα σε αριθμό και μεγαλύτερα σε μέγεθος, με αποτέλεσμα ο έλεγχος των αλιευτικών δραστηριοτήτων να είναι πολύ πιο ενδελεχής. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, οι ψαράδες υποχρεούνται να ξεφορτώνουν την ψαριά τους σε ιχθυόσκαλες, ώστε να καταγράφεται.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στοιχεία Φεβρουαρίου 2014) η Ελλάδα διαθέτει 15.860 αλιευτικά σκάφη, το 18,1% του συνόλου των αλιευτικών σκαφών των 28 κρατών-μελών. Το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ανήκει στην Ιταλία, με 12.698 σκάφη (14,5%). Στην κατηγορία της χωρητικότητας, ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο, με μόλις 7,3% των σκαφών, καλύπτει το 11,3% του συνολικού τονάζ της Ε.Ε., ενώ οι Ολλανδοί, με 1% των σκαφών, έχουν το 8,7% του τονάζ (στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 4,5%).
Η συγκριτική δυσκολία διαχείρισης στη Μεσόγειο προκύπτει επίσης από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τις βόρειες ευρωπαϊκές θάλασσες, οι περισσότερες αλιευτικές περιοχές είναι πολυειδείς ιχθυότοποι, όπου συμβιώνουν πολλά διαφορετικά είδη εμπορικού ενδιαφέροντος. Αυτό δυσκολεύει την αλιευτική διαχείριση. Για παράδειγμα, ο γόνος του μπακαλιάρου είναι το ίδιο μέγεθος με την ενήλικη κουτσομούρα οπότε σε μια περιοχή που υπάρχουν και τα δύο είδη, αν το μάτι των διχτυών είναι αρκετά μεγάλο για να πιάσει την κουτσομούρα, θα πιάσει και πολλούς γόνους μπακαλιάρου.
Προτάσεις και πολιτικές
Μεταξύ των μέτρων που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη διαχείριση των αποθεμάτων στο πλαίσιο της νέας Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, που ισχύει από 1/1/2014, είναι η οριοθέτηση νηπιοτροφείων (περιοχών με πυκνή παρουσία γόνων) και η εποχική απαγόρευση του ψαρέματος σε αυτές, όπως συμβαίνει στις βόρειες θάλασσες. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ακόμα και αν οριοθετούνταν τέτοιες περιοχές, λόγω του τεράστιου αριθμού των αλιευτικών σκαφών, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, θα ήταν δύσκολο να αστυνομευθούν επαρκώς.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αδυναμία διαχείρισης των αποθεμάτων πάει βαθύτερα. Η θαλάσσια έρευνα υποχρηματοδοτείται, με συνέπεια οι γνώσεις μας για την ακριβή τοποθεσία των νηπιοτροφείων, για τις περιοχές και τα είδη που έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη αλιευτική πίεση και για την εξέλιξη των αλιευτικών αποθεμάτων στις ελληνικές θάλασσες, να είναι περιορισμένες. Ειδικά κατά το διάστημα της δημοσιονομικής κατάρρευσης της χώρας, η συλλογή αλιευτικών δεδομένων πάγωσε εντελώς. Η χώρα μας είναι το μοναδικό κράτος-μέλος που για πέντε χρόνια, από το 2009 ώς τα τέλη του 2013, δεν συμμετείχε στο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα συλλογής αλιευτικών δεδομένων που συγχρηματοδοτείται από την Ε.Ε., χάνοντας έτσι σχετικά ευρωπαϊκά κονδύλια και δεχόμενη ευρωπαϊκά πρόστιμα! Η κοινή υπουργική απόφαση, για να ενεργοποιηθεί εκ νέου το πρόγραμμα, εκδόθηκε τελικά μόλις τον περασμένο Νοέμβριο.
*Dr. θαλάσσιας Βιολογίας, ερευνητής ΕΛΚΕΘΕ